↧
Μάρτιος
↧
Μαργαρίτα Μπασδέκη
Στο βιβλίο βιογραφιών αρκετών προσώπων της περιοχής μας
"Εξέχουσαι φυσιογνωμίαι εν Πηλίω & Βόλω, κατά την ΙΘ΄ εκατονταετηρίδα" -
Δ. Ξενάκη - Βόλος 1933 και στις σελίδες 137-139, βρίσκουμε και την ηρωίδα του 1878 (ΕΔΩ), Μαργαρίτα Μπασδέκη :
Διαβάστε επίσης κι (ΕΔΩ)
↧
↧
Μαργαρίτα Μπασδέκη (2)
↧
Κάρολος Ογλ (1)
Για τον Κάρολο Ογλ (Charles Chaloner Ogle, 1851-1878) έχουμε σίγουρα ακούσει, έστω και την οδό του Βόλου που είναι αφιερωμένη σ'αυτόν.
Τουλάχιστον οι Βολιώτες, οι Πηλιορείτες και οι Μαγνησιώτες πρέπει να γνωρίζουμε την ιστορία αυτού του φιλέλληνα που πέρασε απ'την περιοχή μας και έχυσετο αίμα του υπερασπιζόμενος την ελευθερία μας στα 1878, όχι ως πολεμιστής αλλά ως πολεμικός ανταποκριτής των λονδρέζικων TIMES.
Σήμερα θ'αρχίσουμε με την αντιπαρέθεση του δημοσιογράφου με τον αρχηγό των Τούρκων Αμούς αγά, για τις θηριωδίες του:
Στις 10 Φεβρουαρίου 1878, οι Τούρκοι έσφαξαν τους πρόκριτους της Βουλγαρινής (σήμερα Έλαφος Αγιάς Λαρίσης) σε αντίποινα όχι μόνο για τη σφαγή ενός Τούρκου από τον Τσελεπίτσαρη (ΕΔΩ), αλλά και για την απόφασή του να χτυπήσει τον Αμούς αγά, παρόλο που η διαταγή της προσωρινής Κυβέρνησης ήταν η επιστροφή όλων των ομάδων (που είχαν πάει ως εκεί για να φέρουν εφόδια) στη Μακρινίτσα για την αντιμετώπιση του Ισκεντέρ μπέη.
Ζήτησε από τους αρχηγούς να γυρίσουν πίσω τα σώματα για ενίσχυση, όμως αυτά είχαν προχωρήσει στα Κανάλια και προς τη Ζαγορά, όπου βρίσκονταν το Αρχηγείο με τους επαναστάτες. Ο Τσελεπίτσαρης τότε έφυγε κι αυτός απ’ τη Βουλγαρινή, βαδίζοντας προς τη Ζαγορά μέσω Κεραμιδίου, εγκαταλείποντας τα γυναικόπαιδα στον Αμούς αγά και στους Γκέκηδές του.
Ο έμπειρος Τούρκος τον περίμενε πριν την Κουκουράβα και έτρεψε σε φυγή αυτόν και την ομάδα του, εγκαταλείποντας εφόδια και πολεμοφόδια. Μια ομάδα γκέκηδων βάδισε προς το χωριό της Βουλγαρινής κι έπιασε τους πρόκριτους που βγήκαν να τους καλωσορίσουν καλοπιανοντάς τους μεχρήματα. Ο Αμούς πήρε τα χρήματα, αλλά τους οδήγησαν σε μια ρεματιά και αφού τους κατακρεούργησαν, προσπάθησαν να εξαφανίσουν τα ίχνη της σφαγής. Ο Όγλ ενημερώθηκε κι ως πολεμικός ανταποκριτής έστειλε τα γεγονότα στην εφημερίδα του.
Ένας δρόμος η «10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ» πίσω από την κεντρική πλατεία της Αγιάς Λάρισας, στο χώρο της παλιάς λαϊκής αγοράς, είναι αφιερωμένος στη μνήμη των προκρίτων της Βουλγαρινής που σφάχτηκαν από τους γκέκηδες του Αμούς αγά.
ΠΗΓΕΣ:
- «Η Πολιτική της Ελλάδος και η Επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία Ηπείρω και Θεσσαλία» -Μιλτ. Σεϊζάνη- ΑΘΗΝΑΙ 1879
- «Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς»- Γιάν. Κορδάτου- Αθήνα 1960
- Εφημερίδες
- Αγιώτικα Νέα http://agiotika.blogspot.gr/2013/04/10.html
↧
Κάρολος Ογλ (2)
↧
↧
Κάρολος Ογλ (3)
Συνεχίζοντας την παρουσίαση του φιλέλληνα Καρ. Ογλ, θα αναφερθούμε στην ανεύρεση της ακέφαλης σορού του δημοσιογράφου, στην επιτροπή διερεύνησης των αιτίων θανάτου, στη μεταφορά του σώματος στην Αθήνα, στα της κηδείας του που έγινε πάνδημη και στην ταφή.
Είναι αποκόμματα των εφημερίδων που αποδίδουν ακριβώς τα γεγονότα.
Είναι αποκόμματα των εφημερίδων που αποδίδουν ακριβώς τα γεγονότα.
↧
Κάρολος Ογλ (4)
(Σαν σήμερα στις 17 Μαρτίου 1878 έγιναν οι τελευταίες μάχες στη Μακρινίτσα.)
![]() |
Το μνημείο του Ογλ στη Μακρινίτσα -Μπράνη. Το 1931 άρχισαν οι εργασίες αντιστήριξης με τον τοίχο πίσω. Την επόμενη χρονια έγινε μνημόσυνο και αποκάλυψη του μνημείου. (φωτογραφία του Θ. Γέρμανου) |
1. Ο καθηγητής, ερευνητής, συγγραφέας και βιβλιοθηκάριος της μηλιώτικης βιβλιοθήκης επίσης μηλιώτης Ρήγας Καμηλάρις γράφει για τον Ογλ και τις προτροπές του!
![]() |
ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, Βόλος 31-10-1935 |
3.Η οικογένεια του Ογλ έστειλε πολλά ευχαριστήρια τηλεγραφήματα μετά την κηδεία του, σε διάφορους ανθρώπους που φρόντισαν το νεκρό, αλλά και στάθηκαν κοντά στην τραγική ιστορία:
4. Πάλι ο Ρ. Καμηλάρις αναφέρει και μια δωρεά στη μνήμη του Ογλ από την οικογένειά του στη βιβλιοθήκη των Μηλεών:
5. Ο Ογλ ήταν μεταξύ των άλλων και ελεήμονας. Προσπάθησε να βοηθήσει κάποιους πεινώντες στην Πορταριά:
6.Στη Μακρινίτσα στα 1931 επί Προεδρείας Δ. Τσιμπούκη, δημιουργήθηκαν ερανικές επιτροπές σε Βόλο και Αθήνα για την δαπάνη ανάγερσης της προτομής του Ογλ.
7. Ο τάφος του Ογλ ήταν στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας δίπλα από σπουδαίους Έλληνες, όπως ο Κανάρης.
Σήμερα ο τάφος δεν υπάρχει, επειδή θεωρήθηκε «άγνωστος ο ένοικος» οπότε και γκρεμίστηκε. Μάλλον με τα μάρμαρα -όπως και άλλων τάφων- θα στρώθηκε η πλατεία Συντάγματος!
8. Τέλος η πίστη του φιλέλληνα πως έπρεπε οι επαναστάτες και οι Έλληνες να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις. (Αυτό είναι πίστη όλων των Ελλήνων, αλλά πάντα περιμένουμε και κάποιος να μας ...σώσει !)
![]() |
"ΕΦΗΜΕΡΙΣ"Αθήνα 21-3-1878 |
(**) «ήσχαλλεν=αγανακτούσε, λυπόταν, θύμωνε -από το ρ. ασχάλλω»
ΠΗΓΕΣ:
- «Η Πολιτική της Ελλάδος και η Επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία, Ηπείρω και Θεσσαλία» -Μιλτ. Σεϊζάνη- ΑΘΗΝΑΙ 1879
- «Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς»- Γιάν. Κορδάτου- Αθήνα 1960
- Εφημερίδες (ΕΦΗΜΕΡΙΣ, ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, ΕΘΝΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ, ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ,)
-«ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ» - Γ. Σούρλας -Αθήνα 2007
- Αγιώτικα Νέα http://agiotika.blogspot.gr/2013/04/10.html
- ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛ. ΙΣΤΟΡΙΑ -Ιστολόγιο του Παντελή Αθανασιάδη
http://sitalkisking.blogspot.gr/2011/10/blog-post_19.html
- ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛ. ΙΣΤΟΡΙΑ -Ιστολόγιο του Παντελή Αθανασιάδη
http://sitalkisking.blogspot.gr/2011/10/blog-post_19.html
↧
Οι εποχές -Άνοιξη
Εαρινή ισημερία - Άνοιξη!!!
(Λαϊκός ζωγράφος Παγώνης - Τοιχογραφία, Άγιος Δημήτριος Νεοχωρίου)
Η σύνθεση με τις τέσσερις εποχές βρίσκεται στην οροφή του νότιου κλίτους της εκκλησίας. Είναι πέντε κύκλοι μέσα σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Τα κενά μεταξύ τους είναι χρωματισμένα με γλυκό χοντροκόκκινο χρώμα, πάνω στο όποιο σχεδιάζονται μερικά διακοσμητικά σε ύφος λαϊκού μπαρόκ. Ο κεντρικός κύκλος, που είναι πολύ μεγαλύτερος από τούς γωνιακούς, απασχολεί χαμηλό φουρνικό. Παριστάνεται ο «Παλαιός των ημερών», που περιβάλλεται από πολύχρωμη ζώνη, το ουράνιο τόξο. Κυκλική επιγραφή μάς δίνει το μέτρο των γραμματικών γνώσεων τον Παγώνη: «THC ΘΕ ΟCΜΑΙ ΓΑC ΩCΟ ΘΕ ΟC Υ ΜΩΝ CΙ Ω ΘΕΩC ΗΜΩΝ Ο ΠΙΩΝ ΘΑ ΜΑ CΙΑ ΜΟ ΝΟC» (Τίς Θεός μέγας ώς oΘεός ήμών; Σύ oΘεός ήμών oποιών θαυμάσια μόνος). […]Στη νοτιοανατολική γωνιά είναι η Άνοιξη, που σημειώνεται με το αρχικό Ε (΄Εαρ).
Μια νεαρή κοπέλα, που δείχνει την πρόθεση τον ζωγράφου να την ζωγραφίσει όμορφη, γέρνει συγκινημένη το κεφάλι. Στα χέρια της κρατάει κλαδί. Το ωχροκόκκινο φόρεμά της πτυχώνεται πάνω στο νεανικό κορμί. Στο βάθος, πάνω σε δυο δέντρα, κάθονται πουλάκια. Ανθισμένα κλαδιά σε διακοσμητική διάταξη ποικίλλουν το φόντο. […]
(Κίτσος Μακρής-επίτοιχο ημερολόγιο Εθνικής Τράπεζας- 1973)
(Κίτσος Μακρής-επίτοιχο ημερολόγιο Εθνικής Τράπεζας- 1973)
↧
Άνθιμος Γαζής
Με την ευκαιρία της Εθνικής Γιορτής που έρχεται, ένα κείμενο για το "δικό"μας πρωτεργάτη της Επανάστασης.
Κείμενο εξαιρετικό, του Γιάννη Μουγογιάννη για το μηλιώτη λόγιο και αγωνιστή Άνθιμο Γαζή. Είναι αντιγραφή από τα "ΜΑΓΝΗΣΙΑΚΑ", περιοδική έκδοση της Νομαρχίας Μαγνησίας, Βόλος 1971 (*)
(*)Οι φωτογραφίες είναι του αγαπητού γιατρού κ. Θόδωρου Γκαβαρδίνα.
↧
↧
Η Επανάσταση στο Πήλιο κατά George Finlay
(History of the Greek Revolution - George Finlay-1861)
(Αγγλική έκδοση Τόμος Α'- History of the Greek revolution, Volume 1 By George Finlay )
(Αγγλική έκδοση Τόμος Β'- History of the Greek revolution, Volume 2 By George Finlay )
"Η ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως"του Βρετανου φιλέλληνα και ιστορικού Γεωργίου Φίνλεϋ.
Είναι μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στα 1907-08. Έκδοση (δίτομη) της Βουλής των Ελλήνων 2008. [Υπάρχει και άλλη δίτομη μετάφραση του Τάσου Βουρνά (σχόλια-επιμέλεια) και με πρόλογο του Γιάνη Κορδάτου-ΚΟΣΜΟΣ 1954]Το παρακάτω απόκομμα αναφέρεται στην πηλιορείτικη Επανάσταση του 1821 και το τέλος της.
Είναι στη γνωστή παπαδιαμαντική γλώσσα και περιέχει ιστορικές "αλήθειες"που συνήθως τις αποσιωπούμε.
↧
Επανάστασις της Θετταλομαγνησίας
Ανήμερα της Εθνικής γιορτής θα δούμε -ακόμη- δύο κομμάτια από αντίστοιχες Ιστορίες που έγραψαν ξένοι (Γερμανοί ιστορικοί) και αναφέρονται στα επαναστατικά γεγονότα του 1821 στην περιοχή μας. (*)
Είναι μια προτροπή στους αναγνώστες αυτού του ιστολογίου, να διαβάσουν και να μάθουν τι ακριβώς έγινε εδώ στον τόπο μας τα χρόνια εκείνα.
Γιατί, συμπατριώτες/ισσες στους πανηγυρικούς λόγους των ημερών ακούμε μόνον για την Αγια-Λαύρα, τον Κολοκοτρώνη κ.ά. και δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε για μας!
1) Από την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ (**) του Χέρτσμπεργκ:
Είναι μια προτροπή στους αναγνώστες αυτού του ιστολογίου, να διαβάσουν και να μάθουν τι ακριβώς έγινε εδώ στον τόπο μας τα χρόνια εκείνα.
Γιατί, συμπατριώτες/ισσες στους πανηγυρικούς λόγους των ημερών ακούμε μόνον για την Αγια-Λαύρα, τον Κολοκοτρώνη κ.ά. και δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε για μας!
1) Από την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ (**) του Χέρτσμπεργκ:
O Γουσταύος Φρειδερίκος Χέρτσμπεργκ (Gustav Friedrich Hertzberg) (1826 - 1907) ήταν Γερμανός ιστορικός-καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της πατρίδας του Halle και σπουδαίος Ελληνιστής.
Ανάμεσα στα πολλά βιβλία και συγγράμματά του, ξεχωρίζει η
4τομη , που μετέφρασε ο Παύλος Καρολίδης και εκδόθηκε στα 1914.
4τομη , που μετέφρασε ο Παύλος Καρολίδης και εκδόθηκε στα 1914.
2. Από την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (***) του Γερβίνου:
(***) Ολόκληρη η ΙΣΤΟΡΙΑ : Τόμος Α΄ (ΕΔΩ) & Τόμος Β΄ (ΕΔΩ)
(*) Χθες είδαμε και το κομμάτι από την Ιστορία του George Finlay. Τα κείμενα μεταξύ τους δεν έχουν μεγάλες διαφορές.
Γ. Γ. Γερβίνος (Gervinus, Georg Gottfried, Darmstadt 20-5-1805 /Χαϊδελβέργη 18-4-1871) Καθηγητής ιστορίας και Λογοτεχνίας στη Χαϊδελβέργη στα 1834,. από τους μεγαλύτερους ιστορικούς της Ευρώπης. Έγραψε πάμπολλα ιστορικά βιβλία με σπουδαιότερα τα «Ιστορία του ΙΘ΄αιώνος», «Ιστορία της ποιητικής φιλολογίας των Γερμανών», «Αρχαί της ιστορίας» κ.ά
Έγραψε και την «Ιστορία της Επαναστάσεως και Αναγεννήσεως της Ελλάδος». Η μετάφραση από το πρωτότυπο έγινε στα γαλλικά αρχικά από τους M.F.Missen και Λεωνίδα Σγούτα «Insurrection et regeneration de la Grece»- 1863. Στα ελληνικά μεταφράστηκε επίσης δε 2 τόμους, από τον Ιωάν. Περβανόγλου, Αθήνα, Tυπογραφείο Χ. Ν. Φιλαδελφέως,1864-1865.
(*) Χθες είδαμε και το κομμάτι από την Ιστορία του George Finlay. Τα κείμενα μεταξύ τους δεν έχουν μεγάλες διαφορές.
↧
Φάνις Ι. Μιράνας
Ανάμεσα στους Βολιώτες λογοτέχνες του μεσοπολέμου συγκαταλέγεται και ο σχετικά άγνωστος Θεοφάνης Ιωάννου Κατσόμαλος, που έγινε περισσότερο γνωστός από την ποίησή του.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βόλο. Ασχολήθηκε πολύ με τη δημοσιογραφία και περιόδεψε όλη την Ελλάδα ως δημοσιογράφος και ηθοποιός.
Ήταν ανθρωπος ανήσυχος, ενθουσιώδης, δραστήριος και λάτρης της περιπέτειας. Ως συντάκτης με το ψευδώνυμο Φάνις Μιράνας, έγραφε σε εφημερίδες της Αθήνας , του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και του Βόλου. Ταξίδεψε στη Νότιο Αμερική, στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιταλία. Μάλιστα για την Αργεντινή επιβιβάστηκε λαθραία από τη Θεσσαλονίκη σε φορτηγό πλοίο. Φτάνοντας τον ανακάλυψαν και τον απέλασαν αμέσως. Έτσι ήρθε αρχικά στην Αμβέρσα και μετά μέσω Παρισιού και Μασσαλίας, στον Πειραιά.
Ήταν ανθρωπος ανήσυχος, ενθουσιώδης, δραστήριος και λάτρης της περιπέτειας. Ως συντάκτης με το ψευδώνυμο Φάνις Μιράνας, έγραφε σε εφημερίδες της Αθήνας , του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και του Βόλου. Ταξίδεψε στη Νότιο Αμερική, στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιταλία. Μάλιστα για την Αργεντινή επιβιβάστηκε λαθραία από τη Θεσσαλονίκη σε φορτηγό πλοίο. Φτάνοντας τον ανακάλυψαν και τον απέλασαν αμέσως. Έτσι ήρθε αρχικά στην Αμβέρσα και μετά μέσω Παρισιού και Μασσαλίας, στον Πειραιά.
Εκεί και στην Αθήνα έμεινε για λίγους μήνες και μετά αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος να μονάσει. Και από εκεί έστελνε ποιήματα στη βολιώτικη ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ -που από πριν συνεργαζόταν- επηρεασμένα από τη μοναστική του ζωή.
Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ γιατί ήρθε σε ρήξη με τους άλλους μοναχούς και τον ηγούμενο της Σκήτης και τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το ράσο και την καλογερική. Οι προστριβές με τους μοναχούς ήταν το αποτέλεσμα ψυχοπάθειας που έπαθε. Τότε στα 1934, κλείστηκε για λίγο σε ψυχιατρείο της Αθήνας. Μετά ξαναγύρισε στο Βόλο. Κάποια στιγμή όμως η κατάστασή του επιδεινώθηκε και οι δικοί του τον έβαλαν στο ατμόπλοιο «Λέων» που έκανε τον πλου για Πειραιά, για να πάει ξανά για νοσηλεία. Αυτός όμως ξεφεύγοντας της προσοχής τους, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε (αυτοκτόνησε).
Ήταν σε ηλικία μόλις 30 ετών και ήταν στις 11 Ιουλίου του 1934.
Ακόμη ένας ποιητής έφυγε νωρίς!
![]() |
Με νεωτερικούς(!) στίχους ερμηνεύει την ασκητική ζωή που μάλλον δεν άντεξε! |
Ήταν σε ηλικία μόλις 30 ετών και ήταν στις 11 Ιουλίου του 1934.
Ακόμη ένας ποιητής έφυγε νωρίς!
Ασχολήθηκε με το χρονογράφημα, το διήγημα, έχοντας δε και κλίση στην ποίηση, δημοσίευσε αρκετά ποιήματα, τα οποία αποκάλυπταν τον νεαρό ποιητή σαν ένα δυνατό ποιητικό ταλέντο. Ήταν παραγωγικότατος και υποστηρικτής ενθουσιώδης κάθε φιλολογικής προσπάθειας. Οι αναλύσεις του στα κείμενα, ήταν επίσης άριστες.
Εκτός των δημοσιευθέντων έργων του, είχε έτοιμο ένα τρίπρακτο κοινωνικό πολεμικό δράμα «Το κτήνος». Επίσης ποιητικές συλλογές τις οποίες τιτλοφορούσε «Προς περισσότερο φως», «Θεσσαλικά αφιερώματα»,"Ομιλίες προς τον Θεό και άλλα ποιήματα"καθώς και δύο τόμους διηγημάτων «Μετάσταση» και «Ιστορίες τον χθεσινού Πηλίου» που ποτέ δε δημοσιεύτηκαν.
ΠΗΓΕΣ:
-Πανθεσσαλικό Ημερολογιακό Λεύκωμα-Θωμά Βινικιου-Παπακωνσταντίνου, 1927
-Εφημερίδες
-Θεσσαλικά Χρονικα΄, τόμος επετειακός 1961
ΠΗΓΕΣ:
-Πανθεσσαλικό Ημερολογιακό Λεύκωμα-Θωμά Βινικιου-Παπακωνσταντίνου, 1927
-Εφημερίδες
-Θεσσαλικά Χρονικα΄, τόμος επετειακός 1961
↧
Ο Ζωσιμάς ευεργέτης του Βόλου
Για το σπουδαίο αγιολαυρεντίτη καλόγερο και λόγιο Ζωσιμά Εσφιγμενίτη, υπάρχουν κι άλλες παλιότερες αναρτήσεις.
Σήμερα θα δούμε τις ευεργεσίες του στο λαό του Βόλου και της περιοχής μας:
Σήμερα θα δούμε τις ευεργεσίες του στο λαό του Βόλου και της περιοχής μας:
Πριν πεθάνει ο Ζωσιμάς, όπως είδαμε παραπάνω, άφησε την ακίνητη περιουσία του (σπίτι & χώρο βιβλιοθήκης) στο νεοϊδρυμένο τότε Νοσοκομείο του Βόλου.
Είναι το γνωστό γωνιακό σήμερα οικόπεδο (πάρκιν) στη γωνία Ογλ & 28ης Οκτωβρίου που βέβαια ανήκει στο Αχιλοπούλλειο.
Αυτό το τονίζει και ο δήμαρχος Παγασών Νικ. Γεωργιάδης στον απολογισμό πεπεραγμένων στη θητεία του 1900-03.
Αυτή η πράξη επίσης, ήταν η απάντηση του Ζωσιμά σ'όλους εκείνους που τότε τον κατηγορούσαν για τσιγκούνη και φιλοχρήματο!
↧
↧
Τα Βάγια στο Τρίκερι
Τώρα ευρισκόμενοι στη "Βαϊουβδουμάδα"θα δούμε ένα σχετικό κείμενο του Θανάση Κωστάκη (*)που δημοσιεύτηκε στον επετειακό τόμο του 1961 των ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ.
Αναφέρεται στα έθιμα του νοτιότερου χωριού του Πηλίου, του Τρίκερι:
(*) Θανάσης Π. Κωστάκης. Κατάγεται από την Πέρα-Μέλανα Κυνουρίας της Αρκαδίας. Γεννήθηκε στα 1907. Φιλόλογος στη Μ. Εκπαίδευση (1934-1945) δίδαξεσε διάφορα Γυμνάσια της Αθήνας . Σπουδές έκανε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Σορβόνη.
Στα 1950 τοποθετήθηκε συντάκτης του Λεξικού Νέας Ελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών. Υπήρξε συνεργάτης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδώναφού ασχολήθηκε με την καταγραφή ιστορικών στοιχείων από το Μιστί Καππαδοκίας, καθώς και συγγραφέας πολλών άρθρων.
Έργο του είναι και η έκδοση του τρίτομου Λεξικού της Τσακώνικης Διαλέκτου, για το οποίο του απονεμήθηκε βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών.
↧
Απρίλης!
↧
Του Λαζάρου
Μια εξαιρετική καταγραφή του εθίμου των κοριτσιών που λένε το Λάζαρο!
"Ἐννέα ἡμέραι μένουσιν ἔτι μέχρι τῆς Κυριακῆς του Πάσχα, ἡ δ'ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζει τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου. Ἡ ἡμέρα αὔτη συγκατελέχθη ὑπὸ τῶν προαποθανόντων καλογήρων μεταξὺ τῶν ἐπισήμων, καθ'ἂς παῖδες περιερχόμενοι ἀπὸ οἰκίας εἰς οἰκίαν, χαιρετωσι τους κατοίκους διὰ καταλλήλου ἄσματος.
Ἀλλ'ἐνῶ κατὰ τὰς λοιπὰς τὰ ἄσματα ψάλλονται ὑπὸ παίδων ἀρρένων, τὸ Σάββατον τοῦ Λαζάρου μόνον κοράσια ψάλλουσιν. Εἶνε ἡ σειρὰ των.
Ἀπὸ πρωίας μικραὶ ὁμάδες κορασίων, μετὰ καλαθίων ἐν χερσίν, ἐν οἶς θέτουσι τὰ προσφερόμενα δῶρα, περιέρχονται σεμναὶ τὰς οἰκίας, ἴνα ψάλωσι τὸν Λάζαρον.
Τὰ κοράσια ταῦτα δὲν κρατούσιν εἰς χείρας ὅ,τι τὰ κοράσια τῆς Ἀττικῆς, ὁμοίωμα τουτέστι τοῦ Λαζάρου. Σημειωτέον προσέτι ὅτι τὰ δῶρα, ἄτινα δίδωνται τὴν ἥμεραν αὐτήν, συνίστανται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἰς ὠὰ λευκά.
Ἐννοεῖται ὅτι ἐνοχλήσεις καὶ ὑπαινιγμοὶ ἐκ μέρους ζωηρῶν νέων καὶ γραιῶν δὲν λείπουσιν, ὅταν μάλιστα ἡ ἡλικία κορασίου τινὸς εἶνε ὀλίγον προκεχωρημένη. Ὅταν λ.χ. ἀποτελειώσωσι τὸ ἄσμα καὶ περιμένωσι τὸ δῶρον, τοῖς λέγουσιν : Αὐγὸ ἢ γαμπρὸ θέλετε; Αὖτα κοκκινίζουσι, χαμηλώνουσι τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τὰ πονηρά... ἀναγκάζονται νὰ ψευσθῶσι, λέγοντα: Αὐγό.
Εἶνε ὡραῖον νὰ βλέπη τὶς τὰς ὁμάδας ταύτας ἀδούσας ὁμοφώνως τὸ ἔτι ὡραιότερον ἄσμα των.
Καλὴ μέρα σας, καλὸ πουρνό σας,
Καλῶς ἤρθαμι στ’ ἀρχοντικό σας.
λέγουσιν ἐξ ἀρχῆς, καὶ ἀκούραστα τὰ ἀθῶα κοράσια, γελώντα ἐξ ἀγνώστων αἰτίων, χαρωπά, ὡς ἡ προσεγγίζουσα Πασχαλιά, καὶ ἀνθηρά, ὡς ὁ ἐπερχόμενος Μάϊος, ἑξακολουθοῦσι τὸ τρυφερὸν των ἄσμα :
Κορασίδες μας σταυρὸ σταθεῖτε
νὰ τιμήσουμε καλὸν ἀφέντη
Χαῖρε ἀφέντη μου, χαῖρε καλέ μου. " [...]
↧
Πάσχα 2015
↧
↧
Τα "βαϊόψαρα"
Ένα απολαυστικό επίκαιρο κείμενο του Κώστα Λιάπη, από τη σειρά των πηλιορείτικων διηγημάτων του με τίτλο "ΤΟ ΚΙΣΜΕΤ"Βόλος, ΩΡΕΣ, 1992, σελ.145-151.
(αντιγραφή)
(αντιγραφή)
Τα "βαϊόψαρα"
Τ’ Βαγγελισμού, βρε, κι τ'Βαϊού μπαίν'ο διάολος στο γιαλό! Πού θα κ'νήστε να πάτε;
Τον είπε και τον ματάειπε το λόγο τούτο η καψερή η κυρα-Ρηνιώ στους δυο αμούστακους αντάρτες. Ακούνε όμως τα ντουβάρια; Άλλο τόσο και τούτοι. "Αγούρ'κα κι αγύρ’στα κεφάλια", κατά πώς τους γκώμιαζε συχνά η μάνα του, ο Κυριάκος κι ο ξάδερφός του ο Αργύρης, ρίξαν την παροιμιακή συμβολή της μαζί με το βαρκάκι τους, το "Γλάρο", στο γιαλό.
- Λέγε, μάνα, εσύ ό,τι θέλ'ς. Εμείς, μια φορά, θα σ’ φέρουμε ψάρια για ταχιά.
Ξημέρωνε των Βαΐων και το πανελλήνιο έθιμο απαιτούσε ψαροφαγία και στο μικρό θαλασσοχώρι. 'Ελα όμως που το ψάρι, εκεί που άλλοτε περίσσευε, χρόνια τώρα, καταντούσε σπάνιο είδος, τότε ακριβώς που έπρεπε οι χριστιανοί να το καταλύσουν.
Πείσμα ωστόσο το 'βαλαν τα δυο "αγούρ'κα"ξαδέρφια. Αμέτι - μουαμέτι να γεμίσουν το τσουκάλι της μάνα τους, χρονιάρα μέρα που ξημέρωνε, με φρέσκο ψάρι...
-Σάμπως, Κυριάκο, με ξερό μπακαλιάνο θα τη βγάλουμε και ταχιά, λέω εγώ. Καλή ώρα σαν τ'Βαγγελισμού.
'Ηταν ο Αργύρης που πρώτος τα πήρεμάινα. Είχαν κοντά δυο ώρες που σεριάνιζαν πέρα - δώθε στο μικρό κόρφο με το "Γλάρο". ξεχεριάστηκαν στο κουπί με το αδιάκοπο σύρε κι έλα, τους ξούρισε για καλά και η φρέσκια τραμουντάνα. Από ψάρι όμως, ούτε λέπι.
Δεν ήταν, βλέπεις, κι ο καιρός για "τσαπαρί . Το "φτερό"είναι μόνο γι'αφρόψαρα και τ'αφρόψαρα δεν τα βρίσκεις την πάσα ώρα. Θέλουν τον καιρό τους. Κι ο καιρός τους είναι τότε που ξενητεύoνται κοπαδιαστά, αρχές χινόπωρου. Σάμπως, όμως, μ'όλη την "αμαλαϊά"του κόρφου, ήταν και για δίχτυα ή για παραγάδι; Αν πεις και για πυροφάνι... Αυτό πια, το είχαν ξεγράψει από καιρό όλοι. Γενικό ήταν το παράπονο. Η θάλασσα, λες και στέρεψε τούτη την άνοιξη, δεν έδινε σε κανένα και με τίποτα μια ψαριά της προκοπής. Ούτε και σ'αυτούς τους μαγκιόρους επαγγελματίες τον θαλασσινού μόχτου. Μα και πάλι τέτοιο κακό καταντούσε απίστευτο. Ακούς να μη βρεθεί ούτε ένας σαμπανιός στ'αγκίστρι τους... Αυτό πια δεν το χωρούσε ο νους τους.
-Δεν τα παρατάμε, λέω εγώ; ξανάπε εντονότερα τώρα ο Αργύρης. Κι απόσωσε μ'απογοήτευση:
-Δε γένεται προκοπή, Κυριάκο. Πάει, μπίτισε.
Ο άλλος δε μίλησε. Έβλεπες όμως στο αναψοκοκκινισμένο του, πρόσωπο που σκλήρυνε παράξενα καθώς τραβούσε με σφιγμένα δόντια το κουπί, το πείσμα ν'ανταμώνει με την ανίσχυρη μάνητα. Πέρασε έτσι λίγη ώρα ακόμα μα μ'ανώφελο μόχθο. Άμα πει "δε σου δίνω"η θάλασσα, το λέει και το κάνει. 'Ό,τι και να πεις, ό,τι και να κάνεις ελόγου σου, δεν της αλλάζεις γνώμη...
Έπεφτε πια το σούρουπο στον κόρφο όταν η βάρκα ήρθε κι έδεσε στη μικρή ξύλινη σκάλα, κατά μπροστά στο φτωχόσπιτο του Κυριάκου. Τους είδε να βγαίνουν αμίλητοι και στα μαύρα πανιά η κυρα-Ρηνιώ κι ο λόγος της ακούστηκε από μακριά τρυφερά περιπαιχτικός:
-Τι γίν'κε παλικάρια; Να πιάσω να καθαρίσω κρομμύδια; Κι ύστερα, σα δε βρήκε ο λόγος της αντίλογο:
-Τι να σας κάνω, βρε, απ'είστε αγούρ'κοι και δεν παίρν'το κεφάλ'σας από λόια; Δε σας είπα και σας ματάειπα, θεοσκοτωμέν', πως τ'Βαγγελισμού κι τ'Βαϊού μπαίν'ο διάολος στο γιαλό;
Θέλεις τα λόγια της μάνας του που τον φούρκισαν, θέλεις το πείσμα του το ασίγαστο, ο Κυριάκος πήρε ξαφνικά την καινούργια του απόφαση:
- Αργύρη, τράβα στο σπίτι σ'και ντύσ'γερά. Λέω να δοκιμάσουμε και με τ'γκαντήλα.
Κάτι πήγε να πει ο Αργύρης. Κάτι για το παράταιρο μιας τέτοιας αποκοτιάς, κάτι για το "συντριβάνι" -το εργαλείο της "καντήλας"-πουήθελε ξενετάρισμα, κάτι και για την τραμουντάνα που έτσουζε νυχτιάτικα. Ο άλλος όμως τον έκοψε αποφασισμένος. Κι όταν αυτός αποφάσιζε του Αργύρη δεν του 'πεφτε δεύτερη κουβέντα. 'Ήταν κι ο μεγαλύτερος ο Κυριάκος - έμπαινε στα 17 τον άλλο μήνα- μα πιο πολύ απ'τα χρόνια ζύγιζε στη βούληση του ξαδέρφου του το πείσμα και η αψιάδα του. Αυτά που κάναν τις θελήσεις και τις αποφάσεις του ακαταμάχητες.
Είχε πέσει πια για καλά η νύχτα όταν ο "Γλάρος", μ'αναμμένη στην πλώρη τη λάμπα, άφηνε το λιμανάκι, ενώ στο μικρό μώλο τσίριζαν ακόμα ξεφρενιασμένες η κυρα-Ρηνιώ με την αδερφή της τη Μέλπω, τη χήρα επίσης μάνα του Αργύρη. Τα 'χαν -και με το δίκιο τους- με τ'αγύριστα κεφάλια των προκομμένων μοναχογιών τους, με την τραμουντάνα που όλο και δυνάμωνε, με τ'αναθεματισμένα τα βαϊόψαρα που έγιναν αιτία της αγωνίας τους, με τον τρισκατάρατο τον Οξαποδώ που το ‘χε πια χούι, ο αφορεσμένος, κάθε χρόνο του Ευαγγελισμού και του Βαϊού να μπαίνει στο γιαλό.
Λίγο ωστόσο παραΰστερα ο "Γλάρος"έφτασε κατακαβίς στο σημαδεμένο "τόπο"και φουντάρησε "αρόδο"μ'απίκο το σίδερο στις 16 οργιές. Εδώ τα δυο ξαδέρφια είχαν πετύχει τον περασμένο Σεπτέμβρη τις καλύτερες ψαριές τους. Ήταν νυχτιές που το συντριβάνι τους έβγαζε αρμάθα ολάκερη τα "κουκάλια". Ξεψάρωναν τη μια του άκρη κι ώσπου ν'αποσώσουν ένιωθαν την άλλη, που κατέβαζαν απ'την απέναντι κουπαστή, να βαραίνει απ'την καινούργια σοδειά. Αυτά, όμως, τότε που τ'αφρόψαρα είχαν "σύρτα"στονκόρφο. Ενώ τώρα... Τώρα έχαναν με το συντριβάνι τους... μια τρύπα στο νερό.
Πόσες ώρες παιδεύτηκαν, αγαντάροντας το φαρμακερό "ξεροτσιαούρι"που κατέβαζαν οι στεριές και τ'αδιάκοπο σκαμπανέβασμα του "Γλάρου", ούτε κι οι ίδιοι δε θα μπορούσαν να το πουν. Να είχαν τουλάχιστον το διάφορο που λαχτάριζαν... Χαλάλι και το ξενύχτι, στα κομμάτια και το κρύο και το ταρακούνημα που τους ανακάτευε αδιάκοπα τα συκώτια. 'Όμως το τσίμπημα που υπομονετικά καρτέραγαν, και πάλι δεν το απίκασαν. Λέπι, δε γυάλισε στο άδειο πανέρι τους. Άμα πει "δε σου δίνω"η θάλασσα... Τι να τα λέμε και να τα ματαλέμε...
-Δεν τον γλιτώνουμε, Κυριάκο, τον ξερό μπακαλιάνο. Πάει. Κι θα 'μαστε κι τυχεροί, λέω εγώ, αν δεν αρπάξουμε καμιά πούντα βαϊάτ'κην. 'Ήταν ο Αργύρης που τα πήρε τουρτουρίζοντας πάλι πρώτος μάινα.
Ωστόσο, και την ώρα που ο άλλος σώπαινε καταχολιασμένος, κάτι πήγε ξάφνου να γίνει. Το ψάρι όμως που τσίμπησε ήταν μια διαολεμένη φρίσσα που, αφού τους έφερε βόλτα και τους έχανε μαλλιά κουβάρια το συντριβάνι, έδωσε μια στα στερνά και τη σκαπουλάρησε. Βλαστήμησαν τη μαύρη τύχη τους τα δυο ξαδέρφια και πέσαν με τα μούτρα να ξενετάρουν το εργαλείο. Χαμένος όμως ο κόπος τους. Θες απ'το μπότζι, θες απ'τη βιασύνη και την ταραχή τους το συντριβάνι μπερδεύτηκε χειρότερα αντί να ξεμπερδέψει, τους μακέλεψε κι από πάνω τα μουδιασμένα απ'το κρύο χέρια.
-Δεν το κόβουμε ν'απαλλαχτούμε, λέω εγώ, έδωσε για μια ακόμα φορά δειλά την ιδέα του για την εύκολη λύση ο Αργύρης. Και σα δεν πήρε πάλι απόκριση, παράτησε λαχανιασμένος τον αγώνα και ζάρωσε αμίλητος στο βάθος της μικρής τους βάρκας. Ο άλλος παιδεύτηκε αψιά για λίγη ακόμα ώρα. Αγωνιζόταν με λύσσα. Πάλευε με νύχια και με δόντια. Στο τέλος όμως απόκανε κι ελόγου του. Και σαν το 'νιωσε πως δεν γινόταν πια καμιά προκοπή, έσυρε το σουγιά του, έκοψε το εργαλείο, πέταξε τα κομμάτια του με μάνητα στη θάλασσα. Στα στερνά κουκούβισε κι αυτός στο βάθος της βάρκας να ξανασάνει για λίγο, ν'απαγγιάσει, και να δώσει ανάχαρα στο παγωμένο κορμί του πριν λεβάρει το σίδερο κι αδράξει τα κουπιά για την επιστροφή. Ο Αργύρης στο μεταξύ σκεπασμένος με κάποια παλιοτσούλια, ροχάλιζε παραδομένος σ’ ανήσυχο ύπνο. Ζάρωσε πλάι του κι ο Κυριάκος, κουκουλώθηκε κι αυτός μ'ό,τι βρήκε πρόχειρο. Μια γλυκιά νάρκη του ζέσταινε το αίμα, του μούδιασε τα μέλη, τον κυρίευσε σιγά - σιγά ολάκερο...
Τον ξύπνησε το άγριο σφύριγμα της τραμουντάνας και το δυνατό μπότζι. Πετάχτηκε αλλοσούσουμος. Ο αγέρας βίτσιζε κι έτσουζε, η θάλασσα αφρομανούσε ως εκεί που 'φτανε η ματιά του. Έτριψε με βιάση τα μουδιασμένα του βλέφαρα, κοίταξε κατά τη στεριά και τα 'χασε πέρα για πέρα. Τα φώτα της παραλίας τρέμιζαν και σκαμπανέβαζαν με το μπότζι αλαργινά, το χωριό, μ'όλη τη ξαστεριά, ούτε πια που φαινόταν. "Ο διάολος μας πήρε και μας σήκωσε", μουρμούρισε αποσβολωμένος κι ο νους του πέταξε ταραγμένος στον παροιμιακό λόγο της μάνας του. Γοργά όμως ήρθε στα συγκαλά του, έσυρε άγρια μέσα στην ανταριασμένη νύχτα τη φωνή του:
- Σήκω, Αργύρη. Η τραμουντάνα μας ξούριασε. Τραβάμε για τα Τρίκερ'.
Πετάχτηκε κι ο άλλος αλαφιασμένος απ'το λήθαργο.
- Τί; Πώς; Πού πάμε;
-Τραβάμε για τα Τρίκερ', δε βλέπ'ς; Το σίδερο ήταν απίκο κι η τραμουντάνα μας ξούριασε. Σιάρ'σε με τα κουπιά να τραβήξω το σίδερο.
Λεβάρησαν με βιάση και με χέρια που έτρεμαν την άχρηστη πια άγκυρα. Πέσαν με τα μούτρα στο κουπί. Ανωφέλετος, όμως κι ο καινούργιος μόχτος τους. Ο "Γλάρος"δεν πισογύριζε με τίποτα πια.
Πολέμησαν με λαχτάρα και λύσσα κάμποση ώρα τα δυο ξαδέρφια. Σαν όμως είδαν κι απόειδαν πωςτίποτα πια δεν κατάφερναν, ζάρωσαν λαχανιασμένα και μουσκίδι στο βάθος της βάρκας κι αφέθηκαν στην κακή τους τύχη..
Πέρα κατά την ανατολή ο Γελατζής έδιωχνε λίγο - λίγο τη νύχτα, κόχευε λες από τ'αψήλου και με το ολόφλογο μάτι του το καρυδότσουφλο που ταξίδευε ακυβέρνητο μέσα στον αφρισμένο κόρφο κατά τα τρικεριώτικα ρημονήσια...
Έδωσε κάποτε ο Θεός κι έφεξε η μέρα του. Το μικρό θαλασσοχώρι ξύπνησε πάρωρα αλαλιασμένο. 'Ήταν ο σάλαγος της τραμουντάνας, ήταν και το ρέκασμα των δυο μανάδων στο μικρό μουράγιο που ξεσήκωσαν τον κόσμο του. Το χαμπάρι για την εξαφάνιση του "Γλάρου"με το αμούστακο πλήρωμά του τάραξε σύψυχο το χωριό, το κουβάλησε σύσσωμο, στα στερνά και στο μουράγιο.
-Αχ! η καημένη! Τους το 'πα και τους το ματάειπα, ολόλυζε αγκαλιά με την αδερφή της η κυρα - Ρηνιώ. Βρε, που πάτε, θεοσκοτωμέν'με τέτοιο καιρό; Δεν το ξέρ'τε πως τ'Βαγγελισμού κι τ' Βάίού μπαίν'ο διάολος στο γιαλό;
Έπεσαν πάνω τους οι άλλες γυναίκες του χωριού, πάσχισαν να τις μερώσουν τις μαύρες: "Δε γένεται. Κάπ’ θα βρήκαν λιμάνι ν'απαγγιάσουν τα ευλογημένα τα παιδιά. Κάν'τε κουράγιο κι υπομονή. Θα ιδείτε απ'γλήγορα θα γυρίσουν". Σα στήλωναν όμως τα μάτια τους στο γιαλό κι έβλεπαν ξίδι τη θάλασσα ν'αφρομανάει μπροστά τους, ένα σύγκρυο τρεμούλιαζε τα φυλλοκάρδια τους και δεν πίστευαν πια ούτε ψίχα απ'τις παρηγοριές τους.
Ωστόσο οι πιο ψύχραιμοι απ'τους άντρες είχαν κάνει κιόλας από νωρίς το σωστό για τούτη τη δύσκολη περίσταση χρέος τους, τηλεφωνώντας απ'τη μοναδική συσκευή του μικρού μπακάλικου και δίνοντας το κακό χαμπάρι στο Λιμεναρχείο.
Οι ώρες κύλισαν με θανατερή αγωνία κι αδιάκοπο θρήνο των δύο απαρηγόρητων μανάδων. Κι εκεί κοντά στο μεσημέρι, την ώρα που απόλυσε η εκκλησιά κι οι λιγοστοί τη μέρα εκείνη πιστοί κατηφόριζαν με τα βαϊολούλουδα στην παραλία να μάθουν τα νεότερα, νάσου και ξεπρόβαλε ξαφνικά απ'τον κάβο και μπήκε στο λιμανάκι το περιπολικό του Λιμεναρχείου, με δεμένο ξοπίσω του το "Γλάρο".
Η χαρά ξαστέρωσε τις συννεφιασμένες καρδιές στο μικρό μώλο. Εκεί που έγινε σε λίγο... μετά βαϊων και κλάδων η υποδοχή των δυο "αγούρικων"θαλασσομάχων. Με δάκρυα κι αναφιλητά ευτυχίας οι δύο μανάδες ξανάσμιξαν με τους άσωτους γιους τους, που σα βρεγμένες γάτες βιάστηκαν να βρουν λιμάνι στην αγκαλιά τους.
Η κυρα-Ρηνιώ ωστόσο, μ'όλο που πλαντούσε απ'τη χαρά της, δε βάσταξε και, σαν πέρασε η πρώτη συγκίνηση, κάρφωσε με τον δικό της τρυφερό και περιπαιχτικό τρόπο, τους δύο αμούστακους αντάρτες:
-Πού κ'νήσατε, βρε θεοσκουτωμέν'να πάτε; Δε σας είπα και σας ματαείπα πως τ'Βαγγελισμού κι τ'Βάϊού μπαίν'ο διάολος στο γιαλό;
↧
Μεγάλη Δευτέρα
"Κύριε, ερχόμενος προς το πάθος...."
![]() |
Ύμνος & κείμενο αντιγραφή από το παραπάνω βιβλίο |
Υ.Γ. Επιπλέον πληροφορίες για τον Αλέκο Τσιακοβή.
1..Ο πατέρας του Αλέκου Κων-νος Τσιακοβής καταγόταν από το Δοβρόι (Αετός) Τρικάλων.
2. Στα χρόνια της κατοχής ο Αλέκος συμμετείχε μαζί με άλλους αγιοργείτες νέους σε θεατρικές παραστάσεις που διοργάνωνε η ΕΠΟΝ.
3. Τον Ιούνιο του 1948, το τσαγκαράδικο του Αλέκου στον Αϊ-Γιώργη λεηλατείται από ομάδα ανταρτών μαζί με άλλα μαγαζιά.
(Τα παραπάνω από το βιβλίο του Κ. Λιάπη "Ο μεγάλος Αϊ-Γιώργης του Πηλίου")
4. Ο Αλέκος είχε ανοίξει τσαγκαράδικο και στα Άνω Λεχώνια στο κτίριο Πράντζου, όπου εργάστηκε για μερικά χρόνια.
5. Αδελφός του είναι ο γνωστός στα χωριά μας, ο ταχυδρόμος ο Φώτης.
Να είναι καλά ο 91 χρόνων σήμερα Αλέκος, που πάντα έχει την καλή διάθεση να δέχεται δίπλα στο ψαλτήρι του όποιον θέλει να σταθεί εκεί, ισοκρατώντας ή ψάλλοντας!
↧
Μεγάλη Τρίτη
( Διαβάζοντας το κείμενο ας ακούμε απολαυμάνοντας και το ορχηστρικό)
Μεγάλη Τρίτη σήμερα και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα 1877 γράφει για το τροπάριο της Κασσιανής που ακούγεται στους Ναούς:
[…] Ἐν συνόλῳ ἀριστουργήματα εἶναι τὰ ψαλλόμενα κατὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην τροπάρια, ἀναφερόμενα εἰς τὴν πρᾶξιν τῆς ἁμαρτωλοῦ γυναικὸς καὶ εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα. Ἐξέχουσι δὲ προπάντων τὰ ἐν τοῖς «Αἴνοις» ψαλλόμενα εἰς τρυφερώτατον ἦχον, καὶ τούτων πάλιν ὑπερέχει διὰ τὴν ἱστορικήν του μάλιστα ἀξίαν τὸ διάσημον τῆς Κασσιανῆς τροπάριον, γνωστὸν τοῖς πᾶσι, τὸ ἑξῆς, ὅπερ ψάλλεται ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους εἰς τὸν σοβαρώτερον τῶν ἤχων, τὸν πλ. δ´: «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει, οἴμοι λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις. . . ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινὸν κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος».
Τὸ μεγαλοπρεπὲς τοῦτο τροπάριον εἶναι ποίημα Κασσιανῆς ἢ Κασσίας ἢ Εἰκασίας. Αὕτη ἦτο κατὰ τὸν Ζωναρᾶν παρθένος τῷ εἴδει καλὴ καὶ τῶν λοιπῶν ὑπερφέρουσα καὶ λόγοις ὁμιλοῦσα καὶ τὸ γένος ἐπίσημος. Ὁ αὐτοκράτωρ Θεόφιλος θελήσας τότε νὰ νυμφευθῇ, συνήθροισε πολλαχόθεν τὰς ὡραιοτέρας παρθένους τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ὅπως μεταξὺ αὐτῶν ἐκλέξῃ τὴν μέλλουσαν βασίλισσαν. Μία τούτων ἦτο καὶ ἡ κόρη Κασσιανὴ θέλουσα διὰ τοῦ κάλλους αὑτῆς νὰ περικοσμήσῃ τὴν βυζαντινὴν αὐλήν. Ὁ αὐτοκράτωρ, φαιδρὸς εἴπερ ποτέ, ἐκράτει μῆλον ἐν χερσὶ καὶ περιήρχετο τὰς τάξεις τῶν παρθένων ἀναζητῶν τὴν ὡραιοτέραν. Ἦσαν ἐκεῖ ποικίλαι ὡραιότητες· ὀφθαλμοὶ μαῦροι καὶ ὀφθαλμοὶ γαλανοί, ξανθαὶ καὶ κασταναὶ παρθένοι, τινὲς δὲ μαύρους ὡς τὰ πτερὰ τοῦ κόρακος ἔχουσαι τοὺς βοστρύχους. Ὁ αὐτοκράτωρ φθὰς πρὸ τῆς Κασσιανῆς ἐσταμάτησεν ὡς δεσμευθεὶς ἐκ τῆς ἐξαισίου ὡραιότητος τῆς δειλῆς κόρης, καὶ εἶπεν ἔκθαμβος: Ἐκ τῆς γυναικὸς προῆλθον τὰ κακά. Ἀλλ᾿ ἡ Κασσιανὴ ἦτο ποιήτρια καὶ δὲν ἄφησεν ἀνανταπόδοτον τὸν λόγον τοῦ βασιλέως, ὅσον βασιλικὸς καὶ ἂν ἦτο, καὶ εἶπε διὰ φωνῆς γλυκείας: ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς γυναικὸς πηγάζουσι τὰ καλύτερα. Καὶ ἐρύθημα κατεκάλυψε τὰς τρυφερὰς παρειὰς τῆς παρθένου, ὅπερ κατέστησεν αὐτὴν ἀκόμη ὡραιοτέραν.
Ὁ Θεόφιλος κατακεραυνωθεὶς ἐκ τῆς ἀπαντήσεως τῆς κόρης παρέδραμεν αὐτήν, καὶ τὸ χρυσοῦν μῆλον ἐπάλλετο μετ᾿ ὀλίγον εἰς τὰς χεῖρας τῆς ἐκ Παφλαγονίας Θεοδώρας.
Παρῆλθον ἔκτοτε ἔτη πολλά, καὶ μελανείμων παρθένος ηὔχετό ποτε εἰς μοναστήριον πρὸ τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου ὑπὸ τὸ ἔνδυμα τῆς μοναχῆς. Ἦτο ἡ Κασσιανή.
Ἡμέραν τινά, ἐνῷ ἔγραφεν ἡ μοναχὴ εἰς τὸ μονῆρες γραφεῖόν της, ἀκούει κρότον, ὃν ἀνεγνώρισεν ὡς τοὺς βηματισμοὺς τοῦ αὐτοκράτορος Θεοφίλου, ἐλθόντος πρὸς ἐπίσκεψιν αὐτῆς. Ἡ μοναχὴ μὴ θέλουσα νὰ παρουσιασθῇ κατέλιπεν ἔρημον τὸ γραφεῖόν της καὶ ἐκλείσθη εἴς τι πλησίον κελλίον. Ὁ αὐτοκράτωρ εἰσῆλθεν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἦτο εἰς τὸ γραφεῖον· βλέπει τὸν χάρτην, λαμβάνει αὐτὸν φέροντα νωποὺς ἀκόμη τοὺς χαρακτῆρας, καὶ ἀναγινώσκει· τὸ Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις, ὅπερ συνέγραφε τότε ἡ Κασσιανή. Εἶχε δὲ φθάσει μέχρι τοῦ: καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις καὶ ἦτο τὸ τροπάριον ἡμιτελὲς οὕτως. Ὁ δ᾿ αὐτοκράτωρ ἔλαβε τότε τὸν κάλαμον καὶ ὀξυγράφως προσέθεσε τὸ τέλος τοῦ τροπαρίου, ἐν ᾧ ὑπαινίττεται μετὰ τῆς ἱερᾶς ἱστορίας τὴν φυγὴν τῆς Κασσιανῆς.
Τοῦτο τὸ ἱστορικὸν τοῦ ὡραίου αὐτοῦ τροπαρίου.
↧