Quantcast
Channel: ΑΝΩ ΛΕΧΩΝΙΑ - ΠΗΛΙΟ -
Viewing all 380 articles
Browse latest View live

Οι Εβραίοι της Αργαλαστής

$
0
0
Η Βικτώρια Ματταθία (όρθια 5η από αριστερά)
     μαζί με άλλους νέους το 1943
Η Βικτώρια Ματταθία (όρθια 5η από αριστερά) 
το 1943
Στο κείμενο που υπάρχει στις παρακάτω δ/νσεις,  ο πηλιορείτης εκπ/κός κ. Γιάννης Κονιόρδος, ασχολείται με την καταγραφή της ιστορίας της μικρής εβραϊκής κοινότητας, που ήταν εγκαταστημένη προπολεμικά στην Αργαλαστή.
Τον ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ που μου/μας το παραχώρησε για να γνωρίσουμε κι αυτή τη σελίδα του κεφαλοχωριού του Νοτίου Πηλίου.

Διαβάστε:

Διαβάστε και κατεβάστε:




Η μάχη της Σουρβιάς

$
0
0
 Η μάχη στο μοναστήρι της Σουρβιάς ήταν η πρώτη της πηλιορείτικης εξέγερσης στα 1878. Στο βιβλίο «Η Πολιτική της Ελλάδος και η Επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία, Ηπείρω και Θεσσαλία»  του Μιλτιάδη  Σεϊζάνη- ΑΘΗΝΑΙ 1879 (που είναι και η κυριότερη πηγή) διαβάζουμε:

Το Καραμπάσι κατά Ζωσιμά Εσφιγμενίτη

Καιρικά προγνωστικά...

$
0
0
Το χάνι Κυριαζή στο Πήλιο, φωτ. Κώστα Στουρνάρα.
(Αντιγραφή από το ΔΗΚΙ Βόλου)
Ο Χειμών είναι παρών! 
Εν μέσω χειμώνι λοιπόν, διαβάστε κάποιες από τις παλιές προγνώσεις του καιρού. 
Αφορμή στάθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ κοινού και διαφόρων μετεωρολόγων και ιστοσελίδων που βλέπουν "επιδρομές ψύχους, καταποντισμούς κλπ"σπέρνοντας πανικό και τρόμο στους Νεοέλληνες!
Το νου μας στα του καιρού προγνωστικά !! 
          - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -  

1. Προγνωστικά του ψ ύ χ ο υ ς  κ α ι  π ά γ ο υ.
Όταν οι άγριοι χήνες και αλλά διαβατικά πτηνά φαίνωνται προ του καιρού των, τα μικρά πουλία συνενώνονται κατ’ αγέλας, ο δίσκος της Σελήνης φαίνηται λαμπρός, ο ουρανός λάμπη από άστρα, μικρά σύννεφα κινώνται χαμηλά προς βορράν, υπάρχη πολλά λεπτή χιών και τα σύννεφα συσσωρεύωνται ως βράχοι• τελευταίον δε όταν το θέρος ήναι βροχερόν και κρύον, το φθινόπωρον γλυκύ, κτλ. κτλ.
2. Προγνωστικά του π ά γ ο υ  κ α ι  τ η ς  χ ι ό ν ο ς.
Όταν τα σύννεφα ήναι λευκο-κίτρινα και βαδίζωσιν αργά, (αν και υπάρχη δυνατός άνεμος) και ο ουρανός ήναι ωχρός προς το ανατολικόν μέρος πριν να έκβη ο ήλιος. Και τα μεν λευκά σύννεφα το θέρος, είναι σημεία πάγου• τα δε λευκά σύννεφα, τον χειμώνα, αν μάλιστα και ο αήρ ήναι ολίγον γλυκύς, προδηλούσι την χιόνα.
3. Προγνωστικά της δ ι α λ ύ σ ε ω ς  τ ο υ  π ά γ ο υ
Όταν πίπτη πολλή χιών με νότιον άνεμον• εις τον κρύσταλλον γίνωνται τριξίματα• ο ήλιος φαίνηται ως βρεγμένος εις το ύδωρ• τα κεράτια της σελήνης δεν ήναι οξέα, και ο άνεμος κινήται προς νότον ή μεταλλάσση συχνά.
                           (Αντιγραφή σε μονοτονικό από το περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ, τχ 19,1843)

Των Τριών Ιεραρχών

$
0
0
Γιορτή των Τριών Ιεραρχών πάλι…
(ή πώς οι παλιοί συμπατριώτες τιμούσαν -κι εκτιμούσαν- αυτούς που γενικώς πρόσφεραν στην εκπαίδευση!)
Ένα κείμενο από τη ΘΕΣΣΑΛΙΑ της 4-2-1883, που αναφέρεται στην «τιμή» που έκαναν οι Δρακιώτες στον ευεργέτη-ιδρυτή του Σχολείου τους τα πρώτα χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλομαγνησίας:

Χθες εορτήν των Τριών Ιεραρχών η κωμόπολις ημών Δράκια, επανελάμβανεν την ετησίαν αυτής μεγίστην κίνησιν και απετέλη εξαίσιον θέαμα, τελούσα λειτουργίαν και δοξολογίαν υπέρ του φιλτάτου αυτής τέκνου και ευεργέτου των σχολών μας κ. Ιωάννου Γεωργιάδη διαμένοντος εν Βλαχία.
Οι τρεις της χριστιανωσύνης Ιεράρχαι εν ταις καρδίαις ημών παρηκολουθούντο υπό του ευεργέτου τούτου συμπατριώτου μας.
Οι κώδωνες πασών των εκκλησιών αδιακόπως έκρουον τον αέρα και απετέλουν είδος μουσικής, οι δε πολίται ου μόνον οι ενταύθα ευρισκόμενοι, αλλά και οι εν τοις αγροίς, Αγριά και συνοικίαις, προσδραμόντες μετέβαινον αθρόοι και φαιδροί εις τον ιερόν ναόν του αγίου Αθανασίου. Αν και οι συναθροισθέντες υπερέβαινον τας δύο χιλιάδας ανδρών, γυναικών και παιδίων, τοιαύτη τάξις και συγκίνησις επεκράτει, ώστε ούτε ψιθυρισμός τις ηκούετο.
Μετά την θείαν λειτουργίαν εις ην πάντες οι ιερείς έλαβον μέρος  και καθ’ ην ηκούετο η ευχή «και υπέρ των ευεργετών των σχολών ημών, ιερών ιδρυμάτων της κωμοπόλεως ταύτης» οι ιερείς μεθ’ όλου του λαού εισήλθον εις την παρακείμενην δημοτικήν σχολήν και ετέλεσαν δοξολογίαν.
Οι μαθηταί περί τους διακοσίους περίπου κατά στίχους ταχθέντες και κρατούντες εις τας χείρας κλάδους ελαίας, δάφνας, μυρσίνας κτλ ηύχοντο εις τον Θεόν ψάλλοντες εναρμονίως και άδοντες υπέρ του κλεινού αυτών ευεργέτου Ιωάννου Γεωργιάδου, ότε δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης έτρεχον εκ των οφθαλμών πάντων.
Μετά την δοξολογίαν ο λαός διεχύθη εις την αγοράν το όνομα του Γεωργιάδου εγκωμιάζον και πολλά παρά τοιούτου χρηστού τέκνου της Δρακίας, προσδοκών. Είθε η θεία πρόνοια να διατηρή και κρατύνη τους φιλανθρωπικούς και αγαθοεργούς του κ. Γεωργιάδου σκοπούς και κατατάξη αυτόν η μνήμη των ανθρώπων και η ιστορία μεταξύ των μεγάλων και αθανάτων τέκνων της Ηπείρου, προς αιωνίαν αυτού δόξαν και προς τιμήν της γεννησάσης αυτόν κωμοπόλεώς μας και εν γένει της όλης πατρίδος.
Δράκια 1 Φεβρουαρίου 1883

Νικόλαος Τσοποτός

$
0
0
(Αρχείο Θανάση Γέρμανου)

Ο πορταρίτης Νικόλαος Τσοποτός
Σημαντικότερος  από την μεγάλη οικογένεια (βλ. Αντών. Τσοποτός, Δημ. Κ. Τσοποτός) των Τσοποτών [προυχόντων και ταραφιών(=κομματαρχών)] στην Πορταριά, ήταν ο Νικόλαος.
Έκτισε στα 1883, το «Τσοπότιον Σχολαρχείον».
Ο ίδιος το προικοδότησε για τη λειτουργία του (μισθούς εκπαιδευτικών, λειτουργικά έξοδα) και τη συντήρησή του.
 «Τόδε των αρρένων Τσοπότιον των γραμμάτων ίδρυμα
Τσοποτός ο Νικόλαος ιδίαις δαπάναις έδειξε
προς μάθησιν της νεολαίας και μνήμης άμα ευκλεούς αγήρω.
Τω χιλιοστώ οκτασιοστώ ογδοηκοστώ πέμπτω έτει»
Ήταν από τους πρώτους οικιστές στην εκτός Κάστρου πόλη στην «πόλη των Γκιαούρηδων» τα «Μαγαζεία», στα  «Καινούρια» του Βόλου που άρχισε να οικοδομείται μετά το 1840. (Βέβαια στην επιστολή-αναφορά των βολιωτών στο Σουλτάνο τον Αύγουστο του 1841 για επέκταση της πόλης, τα ονόματα των Τσοποτών κ.ά. λείπουν!)
Το σπίτι του μαζί με αποθήκες βρισκόταν στη σημερινή οδό Δημητριάδος μέχρι την Ιάσονος. Εκεί μπροστά ήταν η αβαθής θάλασσα και γι’ αυτό πέντε μεγαλέμποροι της εποχής μεταξύ αυτών και οι αδελφοί Νικόλαος & Κων-νος Τσοποτός, είχαν κατασκευάσει ιδιόκτητες μεγάλες «σκάλες»-αποβάθρες ως τα βαθιά για τις φορτοεκφορτώσεις στα ιστιοφόρα.
Για πενήντα και πλέον χρόνια ήταν από τους σπουδαιότερους εμπόρους του Βόλου.
Εκτός από το εμπόριο σιτηρών, καπνών, βιοτεχνικών προϊόντων, ο Νικ. Τσοποτός, ήταν και ενοικιστής των δημοσίων τουρκικών προσόδων(=φόρων) όπως κι άλλοι βολιώτες πλούσιοι. (βλ. Γάτσος, Κοκωσλής, Καρτάλης, Τοπάλης κ.ά)
Λέγεται πως ήταν τίμιος και ενεργητικός σαν έμπορος,  που δραστηριοποιήθηκε στο Βόλο και στην περιοχή. Δεν αδικούσε στις συναλλαγές του και δεν ήταν πλεονέκτης. Τον ίδιο χαρακτήρα έδειξε και όταν αναμείχτηκε στην πολιτική.
Μετά το 1866 έγινε αρχηγός του παλιού κόμματος των «Κοτσαμπάσηδων», του κόμματος των «Νοικοκυραίων» που εκπροσωπούσε τους πλούσιους σε αντίθεση με το κόμμα της «Τσούρμας-Φτώχειας» που ήταν το λαϊκό.
Οι Τούρκοι τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί ήταν ακριβοδίκαιος στις συναλλαγές του και  στις σχέσεις του. Στα 1864 του απένειμαν βαθμό για τα παραπάνω, αλλά και γιατί ως εκλεγμένος δικαστής πολλές φορές στο Πρωτοδικείο του Βόλου, συμβουλεύοντας τους αντίδικους, τους οδηγούσε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό στο γραφείο του, για υποθέσεις πολιτικές, ποινικές κλπ.   
Τα πατριωτικά του αισθήματα και την ευεργετική του δράση αρκετές φορές τα έδειξε στις περιπτώσεις που το Πήλιο επαναστάτησε, όπως στα 1854 και 1878. (Το ίδιο έκαναν κι οι Κοκωσλήδες σε αντίθεση με άλλους που τάχτηκαν με τους οθωμανούς).
Στην επανάσταση του 1878 έμεινε στην Πορταριά, συμβάλλοντας με πληροφορίες για τα σχέδια των οθωμανών που μετέδιδε στους επαναστάτες, αλλά και φροντίζοντας για τη διατροδή των ανταρτικών ομάδων. Επίσης έπαιρνε μέρος στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπολέμων για τη διάσωση της επαρχίας μας.
Μετά την προσάρτηση αποσύρθηκε στην Πορταριά.
Ευεργέτησε εκτός απ’ την Πορταριά και άλλες περιοχές της επαρχίας, με διάφορους τρόπους.
Γι’ αυτό πήρε και το παράσημο των Ιπποτών του Σωτήρος (ΦΕΚ 71/Α-31-10-1885).
ΠΗΓΕΣ:
- «Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ» εφημερίδα, 16-11-1885.
- «ΒΟΛΩΤΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ», Νικ. Γάτσος, Βόλος ΔΗΚΙ 1998.
- «ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΙΜΩΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ-Πηλιορείτικα   Β΄», Βαγγ. Σκουβαράς, ΑΣΤΗΡ,      1983.
- «ΠΟΡΤΑΡΙΑ», Γιάννης Τσίγκρας, Δήμος Πορταριάς 2006.
- «Ο ΒΟΛΟΣ-Ίδρυσις και εμπορική κίνησις κλπ », Δημ. Κ.Τσοποτός, Εν Αθήναις 1933.
- ΦΕΚ.

Ταραχώδες εν Βόλω αγροτικόν συλλαλητήριον…

$
0
0
Με την «χρονιάτικη» διαδήλωση των αγροτών, ήρθε η ιστορική μνήμη να …φέρει μια διαδήλωση  έγινε στα 1909 από τους αγρότες του Πηλίου...
--------------------------------------------------
Την 1ηΝοεμβρίου οργανώθηκε και έγινε στο Βόλο ένα συλλαλητήριο που έμεινε στην ιστορία!
Τότε ήταν η κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, που ανέλαβε μετά το κίνημα στο Γουδί. Υπουργός Οικονομικών ήταν ο Αθαν. Ευταξίας και Εσωτερικών ο Νικ. Τριανταφυλλάκος.
Ο υπουργός κατέθεσε νομοσχέδιο για ρύθμιση της «ελαιοδεκάτης» (δηλ. το 1/10 του φόρου στις ελιές και το λάδι), που ως τότε ήταν μικρότερος από τα προτεινόμενα 12-15 λεπτά ανά οκά στο λάδι που γινόταν εξαγωγή από το Πήλιο και το Νομό. Το νομοσχέδιο ήθελε αυξημένο φόρο και σ’ όλην την παραγωγή!
[Βέβαια αυτό το φορολογικό σύστημα της «ελαιοδεκάτης» υπήρχε πάντα στην περιοχή μας.
Κυριακή πρωί (λίγο μετά καθιερώθηκε η αργία της Κυριακής)  στη Δημητριάδος συγκεντρώθηκαν οι πηλιορείτες αγρότες με την καθοδήγηση των δημάρχων Ιωλκού, Ορμινίου, Νηλείας, Μακρυνίτσης, Αφετών, Μηλεών και Σπαλάθρων , για να διαδηλώσουν, απαιτώντας την απόσυρση του νομοσχεδίου και την ψήφιση μόνον για τις εξαγωγές. Τα βολιώτικα μαγαζιά έκλεισαν, οι συντεχνίες με τα συμβούλιά τους και τις σημαίες τους ήταν εκεί.  
Ο Γεώργιος Φιλάρετος στο Ριζοσπάστη στις 6011-1909, γράφει επεξηγώντας για την  «ελαιοδεκάτη»:

Κατέβηκαν οι Πηλιορείτες κρατώντας όλοι μαύρες σημαίες, κλαδιά ελιάς, αλλά και ραβδιά! Μαζεύτηκαν πάνω από δέκα χιλιάδες αποφασισμένοι να αποτρέψουν του ψήφιση του νόμου. «…οι αλαλαγμοί των χωρικών ηκούοντο εκ μακράς αποστάσεως. Η οδός Δημητριάδος είχε μεταβληθή εις δάσος κινουμένων ελαιών ποικιλλόμενον και υπό μελανών σημαιών..»
Το σύνθημα που ακουγόταν ήταν «Κάτω η ελαιοδεκάτη! Τα ξεριζώνουμε!»
Κατά τις 10 π.μ. μίλησε ο μηλιώτης δικηγόρος Κων. Χρυσοχοΐδης (ιδρυτής του «Ταμείου Ελαίας Πηλίου»)  κατά του «αδικωτάτου και καταπιεστικού φόρου και τα δεινά των Πηλιορειτών» και ο δ/ντής της εφημερίδας ΘΕΣΣΑΛΙΑ Δημοσθ. Ρίζος, διάβασε ψήφισμα προς την Κυβέρνηση και τη Βουλή «διά του οποίου απαιτείται η μετάθεσις της ελαιοδεκάτης εις την εξαγωγήν, απειλείται δε εν αδιαφορία της Κυβερνήσεως, η άρνησις των φόρων». 
Το πλήθος των Πηλιορειτών ορκίστηκε να «εμμείνη εις την αξίωσιν προς αντικατάστασιν του καταθλιπτικού φόρου», και να «επιμείνη στα αιτήματά του μέχρις εσχάτων»!
Μετά η διαδήλωση πορεύτηκε ως το Τηλεγραφείο (βρισκόταν Ιάσονος-Γαμβέτα). Μπροστά οι μαύρες σημαίες, κι από πίσω εποχούμενοι στις σούστες και τα κάρα οι χωρικοί. Απαιτούσαν να πάει στο κεντρικό Τηλεγραφείο της Αθήνας ο πρωθυπουργός για να μιλήσει μαζί τους. Η αργοπορία τούς ερεθίζει!
Τότε στάλθηκε τηλεγράφημα στην Κυβέρνηση και πήγαν στο Τηλεγραφείο ο υπουργός ΕσωτερικώνΤριανταφυλλάκος και ο αρχηγός της Χωροφυλακής.
 Η απάντηση ήταν πως «Η Κυβέρνησις θα επιληφθή του ζητήματος εις υπουργικόν συμβούλιον, συγκροτηθησόμενον απόψε 5ηνμ.μ. και θα τους δικαιώση, αν κρίνει ότι πρόκειται όντως περί αξιώσεων δικαίων».
Εντωμεταξύ οι Πηλιορείτες κάλεσαν με τηλεγράφημα και τους «βουλευτάς του Βόλου όπως απόσχουν των εργασιών της Βουλής, καθόσον η Κυβέρνησις δεν έδωκεν απάντησιν …» «…εν εναντία περιπτώσει να παραιτηθούν και να επανέλθουν εις Βόλον όπως τεθούν επικεφαλής του εξεγερθέντος λαού»
 Οι διαβεβαιώσεις κάλμαραν προς στιγμήν τους Πηλιορείτες. Τότε μαθαίνουν πως στο καφενείο «Ομόνοια» του Κ. Μωραΐτου στη Δημητριάδος, γινόταν δημοπρασία για το φόρο της «ελαιοδεκάτης» των δήμων Νηλείας και Μηλεών, που τότε την είσπραξή του αναλάμβαναν εργολάβοι! Το ακούνε οι διαδηλωτές και φτάνουν αμέσως φωνάζοντας «Κάτω η ελαιοδεκάτη! Την καταργήσαμε!» Στη δημοπρασία παρόντες ήταν ο νομάρχης, ο έφορος, ο ταμίας και ο επιθεωρητής του τελωνείου. Εκεί διαδραματίζονται άγριες σκηνές «αληθές πανδαιμόνιον». Το πλήθος «μπούκαρε» με τα ραβδιά και τις σημαίες και εξανάγκασε « όλους τούς εν τη Αρχή» να ανέβουν στα τραπέζια, αφού πρώτα πέταξαν τα «καλαμάρια» κι έσκισαν τα χαρτιά! Τα τραπέζια ανατράπηκαν, πόρτες και παράθυρα του καφενείου κομματιάστηκαν και οι αστυνόμοι που ήταν εκεί δεν μπόρεσαν να επιβάλουν την τάξη.
Λίγο μετά τη ματαίωση της δημοπρασίας κραδαίνοντας τα ραβδιά οι διαδηλωτές κι ενώ  επέστρεφαν προς το Τηλεγραφείο, περνούσε το τραίνο προς Λεχώνια και προσπαθούσε να περάσει ανάμεσα από τους διαδηλωτές. Αυτοί το εμπόδισαν μένοντας πάνω στις γραμμές της Δημητριάδος,  φωνάζοντας «Πίσω, πίσω»! Εκεί έφτασε κι ο Ανακριτής που συνέλαβε κάποιον και τον οδήγησαν στο Τηλεγραφείο. Μετά από μάχη με τους χωροφύλακες που φρουρούσαν το χώρο και απαίτηση της επιτροπής , αφέθηκε ελεύθερος.
Από το Τρίκερι στείλανε τηλεγράφημα που ενημέρωνε «ότι αδυνατούντες ίνα έλθουν εις το πανεπαρχιακόν συλλαλητήριον συνεκρότησαν ίδιον…κατήργησαν την ελαιοδεκάτην»!
Τελικά δίνοντας διορία ως την επόμενη Κυριακή το πλήθος διαλύθηκε περίπου μετά τις 2 μ.μ.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 6-11-1909         
Στη Βουλή (5 Νοεμβρίου) στις επερωτήσεις ο βουλευτής Αντών. Καρτάλης αναβάλει την ερώτησή του για την ελαιοδεκάτη μέχρι να φτάσει απ’ το Βόλο η εκλεγμένη επιτροπή των διαμαρτυρόμενων Πηλιορειτών, που αποτελούνταν από τους δημάρχους Νηλείας Νικ. Παπαποστόλου, Μηλεών Κων. Φιλιππίδη, και τους Δημοσθ. Ρίζο, Κων. Χρυσοχοΐδη και Αργ. Φιλιππίδη. Το ίδιο έκαναν και οι βουλευτές Κωστής Τοπάλης, Αλέξ. Κασσαβέτης και Νικ. Γάτσος. Ο Γεωρ. Λαναράς μίλησε για την «ελαιοδεκάτην» παρακαλώντας τον υπουργό Αθ. Ευταξία «να πληροφορήση την Βουλήν …εν σχέσει με το ζήτημα της φορολογίας του ελαίου». 
Τις επόμενες ημέρες μετά τη διαδήλωση, άρχισαν στο Βόλο ανακρίσεις για τους υποκινητές. Έτσι άρχισαν κάθε μέρα από  4 ως 8 Νοεμβρίου να συλλαμβάνονται οι δήμαρχοι Ορμινίου Ριζοδήμος στην Πορταριά, Σπαλάθρων Παρρησιάδης (πρώην βουλευτής) στην Αργαλαστή και Φιλιππίδης Μηλεών (επίσης πρώην βουλευτής Βόλου). Μαζί τους και περίπου είκοσι Πηλιορείτες που αφέθηκαν ελεύθεροι. Στις 20 Νοεμβρίου ορίστηκε δικάσιμος στο Πλημμελειοδικείο για τους τρεις δημάρχους «επί αντιστάσει κατά των Αρχών μετ’ απειλών», και αποφυλακίστηκαν.
Τελικά  αποφασίστηκε η φορολογία στο 8% και αν εφαρμοστεί στις εξαγωγές η διατίμηση να γίνεται σύμφωνα με την τιμή της αγοράς.

Πηγές:
-Εφημερίδες ΑΘΗΝΑΙ, ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ, ΕΣΤΙΑ, ΚΑΙΡΟΙ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, ΣΚΡΙΠ  1-20/11/1909.
-Πρακτικά των Συνεδριάσεων Βουλής - Περίοδος ιη΄ - Σύνοδος Δ΄-Μέρος β΄. 

Η εν Σαρακηνώ μάχη

$
0
0
Σε όλους τους Πηλιορείτες και Βολιώτες είναι(;) γνωστό πως η πηλιορείτικη εξέγερση στα 1878 ξεκίνησε στις 12 Γενάρη από το μοναστήρι της Σουρβιάς και έληξε άδοξα στους γύρω βράχους Μακρινίτσας στις 16-17 Μαρτίου.   
Ο Κων-νος Ιωαν. Σακελλαρίδης - Θετταλομάγνης (Αϊ- Λαυρέντης Πηλίου 1838- Αθήνα 1890) υπήρξε λόγιος, δημοσιογράφος και εκδότης, μουσικολόγος και γεν. γραμματέας της Προσωρινής Κυβέρνησης Πηλίου (1878). (ΕΔΩ) 
Στις 7 Νοεμβρίου 1881 (μόλις έγινε η προσάρτηση της Θεσσαλίας και του Πηλίου) έγραψε το παρακάτω μακροσκελέστατοστιχούργημα.  
Επειδή δεν είναι ίσως γνωστό, παρατίθεται σε μονοτονικό κρατώντας την ορθογραφία του. 

Η ΕΝ ΣΑΡΑΚΗΝΩ ΜΑΧΗ
Των επαναστατών του Πηλίου

Γλυκοχαράζει η αυγή, η Πούλια τρεμοσβύνει
Χαμογελά η Άνοιξι και λυόνουνε τα χιόνια
 Σ’ το ζηλεμένο Πήλιο, όπου βορριάς και μόσχος
Πώχει να πιάση τ’ άρματα είκοσι τρία χρόνια.
Τι σιωπή, τι μοναξιά, τι ομορφιά ‘ς τη φύσι,
Τι σκότος μέσ’ ‘ς την ερημιά συχάζει ξαπλωμένο!
Σιωπά γλυκό, ατάραχο της θάλασσας το κύμα
Και μουρμουρίζει ‘ς τον κρημνό ακοίμητο το ρέμα.
Και μοναχά τα όνειρα πλανώνται ταραγμένα
Στον ύπνο ‘που εγλύκαινε τη νειότη του Πηλίου•
Είναι καιρός να λάμψουνε τ’ αθάνατ’ άρματά του
Μα δε γνωρίζει τη λαμπή όπου το τριγυρίζει…

Ολονυχτής την Κυριακή κοιμώνται ξενιασμένα
Σ’ τη Μακρυνίτσα και ψηλά μέσ’ ‘ς τον Προφήτ’ Ηλία.
Τρακόσια λεβεντόκορμα με ένα καρδιοχτύπι
Μ’ ένα μονάχα όνειρο, μ’ ένα καϋμό και πόθο.
Τι γύρευαν εκεί ψηλά, ψηλά ‘ς ταις κρύαις ράχες;
Γιατί ζωσθήκαν τ’ άρματα και πήρανε τα πλάγια;
Πες μου γλυκέ μου, Κίσσαβε, Όλυμπε ξακουσμένε,
Εσείς π’ αγνάτια στέκεσθε σα δυο ουράνιοι στύλοι,
Πώχει φωτιά το σπλάχνο σας, και χιόνι το πλευρό σας
Και χύνει φως αιώνιο το γέρο σας το μάτι ;
Για στέναξ’ απ’ τα σπλάχνα σου, μέσ’ απ’ τα σωθικά σου
Αγαπημένο Πήλιο και πες μου τον καϋμό σου ;
Τόσος καιρός ξεχωριστά απ’ την γλυκά Μητέρα
Εμάρανε τα στήθια σου ‘που πεντακόσια χρόνια
Πατεί σκληρό κατακτητού και άπονο ποδάρι.
Δεν είναι πλια μυστήριο ν’ ανοίξης την καρδιά σου
Να τραγουδήσης τ’ άρματα και το παράπονό σου
Π’ ακοίμητο ‘ς το σπλάχνο σου έμεινε τόσα χρόνια.

Έλαμψ’ ο ήλιος ‘ς τα βουνά ‘ς το άσπρο μέτωπό τους,
Ήλθ’ ο Γενάρης, διάβαινε με λύσσα ο χειμώνας
Όταν με μιας τινάχθηκε η Λεβεντιά ν’ ανάψη
Κατά του Τούρκου τη φωτιά για την ελευθεριά της.
Απ’ άκρ’ ως άκρη στράφτουνε τ’ αθάνατ'αρματά της
Και ‘ς το χρυσό της όνειρο πετά γλυκύς ο πόθος ...
Ν’ αναστηλώση τον αϊτό του δόλιου Βυζαντίου.
Και μια ημέρα γιορτερή, μια μέρ’ αγιασμένη
Εξήντα πληρεξούσιοι και χίλιοι λεβεντάδες
Σ’ την Πορταριά ‘ς την Εκκλησιά σε Σύναξι μεγάλη
Με ένα όρκο ‘ς τ’ άρματα, απάνω ‘ς το Βαγγέλιο
Όλοι με μιας ωρκίσθηκαν μπροστά ‘ς το άγιο Βήμα.
«Από τα τόρα και μπροστά τούρκοδεν προσκυνούμε
» Ούτε χαράτσι δίνουμε τον άνομο Σουλτάνο
» Ελεύθεροι τ’ αδέρφια μας σε μια  Πατρίδ’ αντάμα
»Θέλουμε ν’ αγκαλιάσουμε, να τα γλυκασπασθούμε».


Αυτά ‘πανε κι’ ανήμερα πήραν τον πάνω δρόμο
Και πιάσανε τον Αϊλιά το γεροπαναστάτη,
Όπου ποτέ τη ράχη του δεν πάτησε ποδάρι
Ή τούρκικο ήαλλονού της λευθεριάς τυράννου.
Αυτό, αυτό το Πήλιο τ’ όμορφο περιβόλι
Απ’ τους καρπούς του έδωνε μοιράδι του Σουλτάνου,  
Έδων’ απ’ τον ιδρωτά του σταλαγματιαίς να πίνη,
Μα δεν του άφιν’ ανοιχτό, ελεύθερο το δρόμο
Ν’ ανέβη ‘ς τάνθοστόλιστα, ‘ς τα δροσερά χωριά του
Όπου παρθέναις λυγηραίς κι’ αγόρια όλα νειότη
Με αγγελόμορφο κορμί, με δακτυλίδι μέση
Ροφούν της αύρας τη δροσιά, της θάλασσας τον μπάτη.

Σε τέτοια ώρα σύνταχα όπου κ’ η γης κοιμάται
Και το αγέρι της νυχτός γλυκά το δέρν’ η πάχνη,
Σε θολωμένη συννεφιά, σε άγριο σκοτάδι
Που μόνον τα θεριά γυρνούν, λαλεί το νεκροπούλι
Κ’ η φύσις μέσ’ ‘ς τα όνειρα πλανάτ’ αγρυπνισμένη
Και ο Φλεβάρης περιπατεί ‘ς τας έξη, μια Δευτέρα,
Έξαφνα σκούζει μια φωνή: «Τούρκοι παιδιά ‘ς  το Κλήμα»
Και σα φωτιά, σαν αστραπή η Λεβεντιά ξυπνάει.
Ξεπνάει! και ‘ς τα ρέματα ‘ς ταις αποκείθε ράχαις
Στον Τύμπανο, ‘ς το Σαρακινό, ψηλά 'ς τη Καλογρίτσα
Με λιονταρίσια αταραξιά, με αλαφιού ποδάρι
Σκορπάει και ριζόνεται σε πέτρα, σε κοτρώνι
Κι’ ανάργ’ ανάργια τη φωτιά ανάφτει το τουφέκι.
Πιαστήκανε ’ς τον πόλεμο! κ’ ευθύς καπνός κι’ αντάρα
Κι’ αντίλαλος και ταραχή κατρακυλά ‘ς ταις ράχαις
Κι’ ολημερής η ρεματιαίς αδιάκοπα βογγούνε.

Παν εκατό ‘ς τον Τύμπανο, πενήντα στο Γουστίλα
Και εκατό σκορπίζονται ‘ς τα πέρα-δώθε πλάγια
Και τα καϋμένα τα παιδιά τα δεκοχτώ τ’ αγόρια
Π’  αφήσαν το Γυμνάσιο και παν για τηv Πατρίδα
Κατάμπροστα ‘ς του κανονιού πηδούν με μιας το στόμα•
Τα νειάτα δεν τα κυβερνά ο νους, αλλ’ η καρδιά τους!
Πέντε χιλιάδες μονομιάς τους ρίχνονται οι Τούρκοι
Δεξιά, ζερβά, από μπροστά και απ’ την πέρα ράχη
Και δύο πασσάδες δίνουνε ‘πό δυο μεριαίς τη διάτα
Και τα κανόνι’ αδιάκοπα χτυπούν τα μετηρίζια,
Μα κείνοι δεν δειλιάζουνε, δε σκύφτoυνε κεφάλι
Τους τραγωδούν τους φέρνουνε φυσέκια οι παρθέναις
Τους κτίζουν τα ταμπούργια τους νερό τους κουβαλούνε  
Κ’ έχουν ‘ς το πλάι σύντροφο τη δόλια Μαργαρίτα.

Κάνουν οι τούρκοι προσευχή και ξεκινούν για πάνω
Μα αδεκεί τους σταματούν, τους κόφτουνε το δρόμο
«Πού πας, πού πας Ρετζέπ πασσά, 'ς τη Λεβεντιά απάνω;
»Πού πας» ουρλιάζουν εκατό και χύνονται διακόσιοι
Σ’ το κάτωχρο ασκέρι του με τα σπαθιά 'ς το χέρι.
«Πάμε να σας σκλαβώσουμε ραγιάδες» τους φωνάζουν
Χίλια αντάμα στόματα απ’ τ’ αντικρύ ταμπούρι,
Κι’ αντάμα με το γουγιατό χυμούνε καταπάνω.

Θεέ μου ! τι μπουμπουνιτό, τι μούγκρισμα, τι πλάλα,
Σαν χύμιξαν οι άπιστοι πέντε μαζί χιλιάδες
Κ’ εκλώσανε τον Τύμπανο από ταις δύο πάνταις,
Από δεξιά, από ζερβά, κι’ απ’ το δεξί πλευρό του.
Σκούζουν τα βόλια, ‘στράφτουνε των κανονιών η μπάλαις
Και στρώνονται αμέτρητοι οι τούρκοι ‘ς τα κοτρώνια.
Από παντού εσφλώμωσε, εγείνηκε σκοτάδι
Θεοβροντή δεν έπερνε κανείς απ’ τη βαζούρα,
Μόν’ κάπου, κάπου ‘ς τη λαμπή  ξέλαμπε το κοτρώνι
Που κράταγε ακοίμητο της λεβεντιάς το βόλι.
«Εδω ‘μασθε» «απάνω τους» φωνάζ’ ένας του άλλου
«Βαστάτε παλληκάρια μου, βαστάτε λεβεντάδες»
 Σκούζ η γερο-Σουίπενα μέσ’ ‘ς τη φωτιά χωμένη.
Πέντε φοραίς τους τσάκισαν, τους πήρανε ‘ς το γιούχα,
Τρεις μπημπασάδες λάβωσαν, κ’ έναν κρατούν ‘ς τον τόπο
Και χίλιους ξεδιπλάρωσαν έως το μεσημέρι...

Γέρνει ο ήλιος και βαρειά ακόμα το τουφέκι
Βροντά ‘ς τα ξηρορρέματα, μέσα ‘ς τα κορφοβούνια
Και από κει το βογγητό αντιλαλεi ως πέρα
Στα Εικοστέσσερα χωριά απ’ άκρη έως άκρη,
Και μια μαννούλα δύστυχη ‘ς του βογγητού τον ήχο
Ρίχνει ματιά ‘ς τον ουρανό, φωνή σ’ ένα περδίκι.
«Πουλί ! όπου ψηλά πετάς και σκίζεις τον αέρα
»Θυμίσου τη μαννούλα σου πώς σε γλυκοφιλούσε
»Και πώς γλυκά σε τάιζε κάθε στιγμή ‘ς το στόμα,
»Θυμίσου ... και λογάριασε τον πόνο μου, πουλί μου,
»Και άλλαξε το δρόμο σου και σύρε να μου φέρης
»Μαντάτα απ'τον πόλεμο κι’ απ'τον μονάκριβό μου
» Αχ ! παίξε το φτερούδια σου και κλώσε την ουρά σου
»Και βάλ’ ‘την περδικούλα μου, ‘ς το δρόμο σου τιμόνι•
»Και σαν εβγής στον Αϊλιά πέρα ‘ς τη Μακρυνίτσα
»Πέτα ψηλά κι’ αγνάντεψε να δης το μικρογυιό μου.
» Είναι ψηλός, είναι λιγνός, λεβέντης σαν ξεφτέρι
»Μ’ ανέγροικος για το σπαθί και για το μετερίζι…
» Μικρός, μικρός απ’ το σχολειό μέσ’ απ’ την αγκαλιά μου
»Σα χελιδόνι ‘πέταξε ‘ς του Αϊλιά ταις ράχαις
»Κι’ απ’ τα γλυκοχαράματα κοντά δώδεκα ώραις
» Καίεται μέσ’ ‘ς τον πόλεμο με τούρκους κι’ αραπάδες !

»Για πέτα, πέτα πέρδικα εκεί ψηλά και πες μου,
» Αν πολεμά ο γυιόκας μου, αν κυνηγά τους τούρκους
»Κι’ αν τον ιδής να πολεμά, να κυνηγά τους τούρκους
» Άλλαξε δρόμο γλήγορα κ’ έλα να μου μηνύσης
»Κι’ αν πάλι τον εχάλασε κανένα δόλιο βόλι
»Πάρε νερό ‘ς τη γλώσσα σου και πέτα ‘ς το πλευρό του
»Και δρόσισε τα χείλη του που ‘ναι τσιτζικωμένα
»Και πες του πως του τώστειλε η δόλια του μαννούλα
»Να βρέξη τ’ αχειλάκι του, να πλύνη την πληγή του• 
»Είναι πικρό το λάβωμα, φαρμάκι το μολύβι
»Κι αγιάτρευτος ο θάνατος κι ο πόνος του μεγάλος,
»Μα έχει δόξα και τιμή, έχει αιώνια λάμψι.

»Για πέτα πέτα Πέρδικα, πριν βασιλεύσ’ ο ήλιος
»Πριν πάρουν τα θαμπώματα και σκοταδιάσ’ η φύσις
»Και πάρε και ‘ς τα νύχια σου αμάραντο και μόσχο
»Κι’ όσω να πας ‘ς το δρόμο σου πλέξε χρυσά στεφάνια
»Κι’ από ψηλά ‘ς τη Λεβεντιά ‘ς τ’ αγόρια του θανάτου
»Και ‘ς τα καϋμένα αδερφια, μας που για τη λευθεριά μας
»Αφήκαν της μαννούλαις τους και βάλαν τη ζωή τους
»Ρίψε τα για να στέψουνε το άγιο μέτωπό τους.

»Πουλί μου, βλέπεις τα βουνά της ανθισμέναις ράχαις
»Που κάθε μια και εκκλησιά κ’ ένα κεφαλοχώρι ;
»Αν τύχη και ο δρόμος σου σε φέρει μη ξεχάσης
»Σα ιδής σωρό τα κόκκαλα απ’ το Εικοσιένα,
»Να πάρης απ’ το χώμα τους ‘ς τα νύχια σου λιγάκι
»Κι’ απ’ τη δροσιά που έχουνε ‘ς το πλάι τους μια στάλα
»Και να το κάμης χαϋμαλί για τον μακρύ σου δρόμο,
»Που θαύρης να τον δέρνουνε φρικταίς ανεμοζάλαις.

»Κύττα, πουλί μου, τρόγυρα, αγνάντεψε της ράχαις
»Πως σα μυρμήγκι τρέχουνε χιλιάδες για μιντάτι
»Από τα Εικοστέσσερα χωριά τα ζηλεμένα,
»Και πώς σαν άλλοι σταυραετοί, σαν φτερωτά λιοντάρια
»Πήραν τα πλάγι’ απ’ την αυγή του Αϊλιά τους δρόμους
»Να βάλουνε τα στήθια τους ταμπούρι της Πατρίδας
»Και  τη ζωή τους ‘ς τη φωτιά για την ελευθεριά μας•
»Κύττα πως η μαννούλαις τους απόμειναν μονάχαις
»Και η παρθέναις με ματιαίς πως βλέπουν βουρκομέναις
»Πως στέκουν κι’ αγναντεύουνε κατά τη Μακρυνίτσα
»Π’ ώχονν εκεί τ’ αδέρφια τους και τον γλυκό τους πόνο  
»Και την τιμή τους ‘ς το σπαθί, ’ς της Λεβεντιάς τη νίκη.

»Δεν είναι πρώτη η φορά που τ’ άνθη του Πηλίου
»Και τα μοσχάτα του κλαδιά, τα όμορφα τα δένδρα
»Ποτίσθηκαν με αίματα κ’ ανθίσαν μέσ’ ‘ς της μάχαις.
»Για δες σωρό τα κόκκαλα του Μπρομυριού κει πέρα,
»Κύττα το χώμα τ’ Αλατά πως κοκκινίζ’ ακόμα
»Από το αίμα των εχθρών που από ένα ένα
»Σαν κλείσθηκαν οι άπιστοι ‘ς το έρημο ξωκκλίσι
»Τους πέρασαν απ’ το σπαθί ολίγ’ επαναστάταις
»Για την αγία λευθεριά, για του Χριστού την πίστι
»Για της Πατρίδος τον καϋμό που την καταπατήσαν
»Και την ερρίξαν ‘ς τη σκλαβιά να κολυμβά στο αίμα
»Ν’άχη ζωή και να μη ζη, να κλαίη χωρίς δάκρυ.
»Για δες αντίκρυ τον κρημνό, αγαπητό πουλί μου,
»Της Παναγίας ‘ς τη Τζάστενη τ’ αθάνατα κοτρώνια
»Που ο σατράπης Κιουταχής με δεκατρείς χιλιάδες
»Τη χαραυγή, μια Κυριακήν μία του Χριστού μας μέρα
»Είδε τον χάρο ζωντανό να του ματοκυλάη
»Το άγριο αστέρι του της Γκεκαριάς την ψώρα
»Τρεις ώραις σκοτωμό, σφαγή και δυο όλο πελέκι
»Και πέντε να τον κυνηγά ‘ς το πόδι σαν τ’ αγρίμι
»Σα ρόκαξε η Λεβεντιά μαζύ κι’ ο Καρατάσος,
»Και έπεσε η μπαταριά του γιουρουσιού σημάδι ...
»Για δες του Ρήγα το χωριό ακόμη πως καπνίζει
»Και τα Λεχώνια πως βογγούν, το Κάστρο πως τρομάζει
»Εις τη φρικτή εκδίκησι πουλί μ’ του Εικοσιένα.
»Κύττα τη στάχτη των Ναών και τη σκλαβιά στοχάσου
»Του Μπρομυριού και των χωριών την άπονη μαχαίρα
»Που σε σκληρή εκδίκησι την έσυρε το χέρι
»Λαού, οπού ‘ς τα στήθια του κάθησε μαύρος λύκος,
»Και ρούφαγε το αίμα του ακατάπαυστα σα βδέλλα.

»Άντε, πουλί μου ‘ς το καλό, πέτα με την ευχή μου
»Πέτα καλή μού πέρδικα, πουλί χαριτωμένο 
»Όπου σε βγάλ’ ο δρόμος σου το γλογερό σου μάτι
-Το λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν απούπε 
Κι η πέρδικα τινάχτηκε χίλιες οργυιαίς τ’ αψήλου
Και μ’ ένα πικρολάλημα η δόλια η μαννούλα
Ξέπλεγ’ αφίνει τα μαλλιά και ντένεται ‘ς τα μαύρα.
Ο γυιός της πήρ’ αιώνια αθάνατη τη δόξα !

Δεν πήραν τα θαμπώματα, δεν έπεσε ο ήλιος
Κ’ η Λεβεντιά μέσ’ ‘ς τη φωτιά, μέσ’ ‘ς το καπνό χωμένη
Βαστά ταμπούρι και πετά σα λάφι ξεσκιασμένο•
Από πελάγου και στεριά τους δέρνει το κανόνι
Π’ αγνάντιο στράφτει το σπαθί και σκούζει το τουφέκι
Και του Πηλίου τα βουνά στέκονται βουρκωμένα•
Και μοναχά η θάλασσα γυρνά καταντυκρύ τους
Αρμονικά τα γαλανά κι’ αφράτα κύματά της
Που την ταράττουνε βαρειά του Χόβαρτ τα κανόνια
Πέφτουν η μπάλαις μ’ αστραπή μπροστά ‘ς την Καλογρίτσα
Ραΐζονται τα χώματα και σκάνουν τα λιθάρια
Και εκατό φωναiς βροντούν βαρειά ‘ς τα κορφοβούνια
«Μην καίης το μπαρούτι σου Χοβάρτ-πασσά ‘ς τα τζιάμπα
»Η Λεβεντιά δεν σκίάζεται από κoυφά κανόνια•
»Έχουμε στήθια άτρομα κι αλίγιστο ποδάρι 
»Έχουμε νειάτα και κορμί που δεν ψηφάει το χάρο
»Σα σου βαστά τράβα ψηλά, έβγα ‘ς τη Καλογρίτσα
»Να δης τα ελληνόπαιδα πως πολεμούνε λόρθα
»Που κάθε ένα τούρκικο πατεί μπροστά κεφάλι
»Και έχει για ταμπούρι του αιμόσταχτο κουφάρι»
Το λόγο δεν απόσωσαν, δεν πήραν την ανάσα
Και η τουρκιά μαζεύεται για δεύτερο γιουρούσι.

Πέρνουν μαυρίζουν τα βουνά, ισκιόνουνε η ράχαις,
Χύνουν ψιλό κατάψυχρο η ρεματιαίς αγιάζι
Κ’ οι τούρκοι μ’ άλλη προσευχή, με ταραχή, με κρότο
Με μπαταργιαίς με τύμπανα, μ’ αλαλαγμούς και τρόμο
Χυμούν δεξιά ‘ςτο λάκκωμα, ζερβά ‘ς το Βαθύ-Ρέμα
Και κλώθουν την Αναμαλιά, τη Ράχη μπρος του Μούρου
Παντού καπνός, παντού βοή, παντού φωτιά και φλόγα
Ο Τύμπανος, το Σαρακινό, η Καλογρίτσα ανάφτουν,
Μαύρη πετά απ’ αντικρύ λαμπάδα ο Γουστίλας
Και μέσ’ ‘ς τη μέση χλιμετρά η Λεβεντιά σαν τ’ άτη
Ελύσσαξ’ απ’ το σκότωμα εφρόμαξ’ απ’ την πλάλα,
Στάζει χολή η γλώσσα της, καπνό βγάν’ η καρδιά της
 Κ’ είναι στεγνά τα χείλη της από τη μαύρη δίψα,
Από τη λάβα του καπνού, του τουφεκιού τη φλόγα.
Πικροστενάζουν, δέρνουνται  ‘ς τη γης οι λαβωμένοι,
Κωλώνουν τρεις και τέσσερες οι τούρκοι και τσακίζουν
‘Σ το λισσασμένο πόλεμο που κάνουν οι λεβέντες.
«Ομπρός» φωνάζουν τους χτυπούν τους σπρώχνουν καταπάνω
Τρεμουλιασμένοι αρχηγοί με τα σπαθιά ‘ς το χέρι,
Μα κείνοι ν’ αγναντέψουνε δε βγαίνουν στο κοτρώνι
Της Καλογρίτσας τ’ Αϊλιά, της μάντρας του Γουστίλα  
Πού την κρατούν της Κερασιάς ολίγα παλληκάρια.

'Αναψ’ ο τόπος καίονται θαρρείς εκεί τα πάντα,
Θαρρείς πως χάλασε παντού πως έσβυσε ο κόσμος
Κ’ η γης πως μεταβλήθηκε όλη σ’ ένα καμίνι•
Μπουμπουνιτό και αστραπαίς  τους κλώθουνε τριγύρω
 Ανεμοσκούζ’ η μπαταργιά και σαν τη μήνα σκάζει
Στα χαμοβούνια, τον κρημνό ‘ς τα σκοτοινά λαγγάδια
Και τα βουνά στενάζουνε απ’ τον βαρύ τον κρότο
Που τον κυλούν στον ουρανό τα κύματα τ’ ανέμου•
Εβόγγιξαν πολλαίς φοραίς, πολλαίς φοραίς με πόνο
Αναστενάξαν τα βουνά κ’ εβράχηκαν η ράχαις
Από πολέμου ίδρωτα και από μάχαις αίμα•
Με τέτοια λύσσα και οργή, τέτοιο μεγάλο πείσμα
Μάτι δε σύλλαχε ποτέ, αυτί δεν έχ’ άκούσει.
Τηράς δεξιά τηράς ζερβά, τηράς ομπρός και πίσω,
Άλλοι στο γόνα ρίχνουνται, άλλοι κτυπιώνται δίπλα
Και άλλοι ξεσπαθώνουνε μπροστά ‘ς τα Μετερίζια ...
Πέρνουνε δίπλα τον κρημνό, δεξιά το μονοπάτι
Τα δεκοχτώ ατρόμητα, αθάνατα αγόρια  
Και ρίχνουνται ‘ς το ράχωμα να πάρουν το κανόνι
Π’ αδιάκοπα τη φλόγα του πετά στα παλληκάρια.
Είναι φρικτή τέτοια στιγμή που ‘ς τη τουρκιά προφθάνει
Από τα κείθε ρέματα, από το Βελεστίνο
Μιντάτι νέο και χυμά με αφρισμένο στόμα.
Βλέπεις μπροστά ‘ς το Τύμπανο να πιάνωνται ‘ς τά χέρια
Να πέφτουνε αμέτρητοι οι τούρκοι και να σκούζουν
Απ’ το Γουστίλ’ αδιάκοπα, από τη Καλογρίτσα
Και πέρα π’ το Σαρακινό τα βόλια σαν χαλάζι
Και σαν ανεμοστρόφυλλος να σε ποδοδογυρίζη
Από της μαύραις μπαταργιαίς φρικτή ανεμοζάλη!
Παιδιά, βαστάτε πλάκωσε, μας έρχεται μιντάτι,
Βαστάτε από τα ψηλά φωνάζουν η παρθέναις
Κ’ η Λεβεντιά αγέρωχη κρατεί το μετηρίζι
Και πείσμα βάνει να χαθή παρά να δώση πλάτη.

Τραβούν για πάνω τα πουλιά, πάνε να κατοικήσουν
Πέρα κατά τον Όλυμπο ΄ς της ράχαις του Κισσάβου
Αγνάτιο που τοιμάζουνται για νέα πανηγύρια,
Να βάλουνε ‘ς τη λάμψι τους και νέα πάλι λάμψι
Και με στεφάνι αμάραντο να στέψουνε τη νειότη
Που τρέχει ‘ς τα λαγγάδια τους γιό την ελευθεριά τους
Πέρνουνε δόξα ‘ς την Αγιά, και δόξα ‘ς τη Μπαλιάνα
Και κόφτουν κλόνο αμάραντο απ’ την παλιά τους δάφνη.
Τραβούν τραβούν οι πέρδικες να πάγουν να φωλιάσουν
Σβύνει ο ήλιος χάνεται ‘ς του Πίνδου την αντάρα
Και χαιρετά τη Σέλκιτσα τη δόλια Ματαράγκα
Με μια χρυσή αχτίδα του που πίσω του αφίνει
‘Σ τη δόξα που πτερίγιζε ολίγα παλληκάρια.
Τι λάμψι ! για τον πόλεμο της Σέκλιτσας κ’ ελπίδα
Και ποία δόξ’ αθάνατη ‘ς τη Ματαράγκα λάμπει
Και χαιρετά τον Πλάτανο πέρα το μοναστήρι,
Το μοναστήρι της Σουρβιάς αυτό το τουρκοφάγο
Που σε δυο μέραις πόλεμο με ξήντα δυο νομάτους
Στέκει και μαυροκαίεται στο τούρκικο  κανόνι !
Τραβούν, τραβούν η πέρδικες και βασιλεύ’ ο ήλιος
Πέρνουνε τα θαμπώματα και βγαίνουνε τ’ αστέρια
Κ’ η Λεβεντιά μέσ’ ‘ς ‘τη φωτιά μέσα σε μαύρ’ αντάρα
Δεν θέλει πλάτη του εχθρού ακόμη για να δώση.

Είναι καιρός να παύσουνε να κόψουν το τουφέκι
Κ’ όλη σαν ν’ άχουν σύνθημα σκυφτά και με τη πάντα
Πέρνουνε τον ανήφορο μπροστά ‘ς τη Καλογρίτσα
Με πόδι αργοκίνητο με χέρι κουρασμένο
Και βγαίνουνε ’ς τον Αϊλιά  να πάρουν την ανάσα
Π’ ούχε σταθή ‘ς τα στήθη τους σε δέκα ώραις μάχη.
Τι δόξα για τη Λεβεντιά, τι δόλιο καρδιοχτύπι
Κρατεί παντού ‘ς το Πήλιο απ’ άκρη, έως άκρη
Που δε γνωρίζει τη λαμπή, τη δοξασμένη δάφνη
Που πήρανε ‘ς τον Αϊλιά  τ’ αθάνατ’ άρματά του.
Βγαίνουν μαννάδες πιάνουνε παντού τα μονοπάτια
Κάθε γονιός ακοίμητος της στράταις αγναντεύει
Κ’ εκείνοι μέσ’ ‘ς τον Αϊλιά, κείθε ‘ς τον Αϊγιάννη
Μετρούνται, διαλογίζονται πότε να ξημερώση
Να εύρουν τους συντρόφους τους να δούνε ποιος τους λείπει
Ποιος πήρε το αμάραντο της Λεβεντιάς στεφάνι!

Τρεις ώραις, μέσ’ ‘ς τον Αϊλιά τους παραδέρν’ η πάχνη
Τους τρώγ’ η λύσσα του βορειά ο πάγος του χειμώνα
Κ’ οι αρχηγοί στοχάζονται ποιο δρόμο για να πιάσουν
Πριv πάρουν τα μεσάνυχτα προτού να ξημερώση
Πώχουν τους τούρκους αντικρύ πάνω ‘ς τη Καλογρίτσα
Κ’ εκεί που διαλογίζονται και στέκουνται με σκέψι,
Οι τούρκοι σαν μετρήθηκαν κ’ είδαν πως λείπουν χίλιοι
Και μοναχά απ’ τη Λεβεντιά πως έπεσαν τριάντα
Νύχτα τους στέλνουν μήνυμα να κάνουνε (………)
Ν’ αφήσουνε τον Αϊλιά να πάγουν ‘ς άλλον  τόπο
Κι’ εκείνοι να γυρίσουνε πάλι να παν ‘ς το κάστρο
Είναι καλό το μήνυμα  δόξα τους Λεβέντες
Και πριν να φαίξη πέρνουνε τ’ Αϊγιαννιού το δρόμο
Κι οι τούρκοι όλοι με ντροπή, γυρίζουνε ‘ς το Βώλο.

Για σου χαρά σου Λεβεντιά που πάντα δοξασμένη
Πάντα με δάφναις με μυρτιαίς, μ’ αχτίδες της ανδρείας
Σε ’γνώρισαν οι τύραννοι και οι λοιποί εχθροί σου
Που ξέρεις πάντα να τιμάς τ’ αθάνατ’ όνομά σου
Να ζης για την πατρίδα σου γ’ αυτήν και να πεθαίνης
Και να δοξάζης την τιμή και την καταγωγή σου.
                                    Κ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗΣ

Ο Αριστοτέλης Κουρτίδης για τα Λεχώνια

$
0
0
Ο Αριστοτέλης Κουρτίδης αποσταλμένος από την αθηναϊκή ΕΣΤΙΑ, ήρθε στο Βόλο με πλοίο. Γνώρισε την περιοχή, αλλά όχι και το Πήλιο που δεν το ανέβηκε, και επιστρέφονταςέγραψε σε τέσσερις συνέχειες το όμορφο άρθρο του ΜΕΧΡΙ ΒΩΛΟΥ Οδοιπορικαί σημειώσειςστα τεύχη 606-609, από 9 ως 30/8/1887
Απολαύστε το περιεκτικό κομμάτι για τα Λεχώνια:
[…] Η Γκορίτσα προβάλλει τα πέτρινα σπλάγχνα της, διεσπαραγμένα ως υπό σιδηρών ονύχων μυθολογικών τινων ορνέων. Οι υπερήφανοι εκείνοι βράχοι, οι ιδόντες τόσους αιώνας και τόσους στόλους προ αυτών παρερχομένονς, σύρονται νυν τεθρυμματισμένοι όπως κτίσωσι τοίχον παντοπωλείου τινος ή αποθήκης ! . . .
Πέραν εκτείνεται η γραφική πεδιάς της Αγριάς, δασύς ελαιών, παρά την παραλίαν υπό εξοχικών οικίσκων κροσσούμενος, και η θαυμασία πεδιάς της Λεχωνιάς, μαγευτικός παράδεισος χλοερότητος και δρόσου και σκιάς, η λασιωτάτη ρίζα του Πηλίου κατά τον Δικαίαρχον.
Το Πήλιον διαπτύσσεται μετά των επί της δυτικής πλευράς χωρίων του, ανερριχημένων εις κλιτύν τινα, ή κεκρημνισμένων εις χαράδραν, διά μέσου πλατάνων, αιγείρων και οπωροφόρων δένδρων.

[…] Τα Λεχώνια, τα Ηλύσια πεδία της Μαγνησίας, ης οι κάτοικοι άρχονται από των μέσων Απριλίου να πωλώσι τα πρώτα προϊόντα των, άτινα είνε τα κεράσια, και παύουσι τον επόμενον Μάρτιον διά των τελευταίων, άτινα είνε τα πορτοκάλλια• την πεδιάδα των Λεχωνίων την μεγίστην παραλίαν πεδιάδα της Μαγνησίας, ήτις ως λέγει αυτόπτης θαυμαστής είνε ό,τι τερπνόν και χαρίεν δύναται να πλάση ποιητική φαντασία: χλοεροί λειμώνες επαλλάσσοντες μετά καταφύτων κήπων, ένθα υπό την σκιάv ποικιλωτάτων οπωροφόρων δένδρων ηδέως κελαρύζει το ύδωρ του ρύακος και έτι κατωτέρω το γλαυκόν και ήρεμον κύμα τον Πελασγικού κόλπου, όπερ προσοχθίζον εις την αμμώδη και ομαλήν παραλίαν διαρρηγνύεται μετά γλυκυτάτου φλοίσβου. [...]

Η Αποκρηά

$
0
0
Χαρταετοί- Αγήνορας Αστεριάδης 1962
Ο λαυκιώτης εκπ/κός Δημ. Λαμπαδάρης στα ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΗΛΙΟΥ, 1966, σελ. 25-26, μας λέει για τις Απόκριες στο παλιό Πήλιο:
«Στα παληά τα χρόνια, όπως και σήμερα οι απόκρηες σημαίνουν το τέλος των γιορταστικών εκδηλώσεων γενικά, γιατί άρχιζε η μεγάλη σαρακοστή, η προσευχή και η νηστεία για το Πάσχα. Και επειδή η σαρακοστή αυτή ήταν μεγάλη, ανάλογο ήταν και το γλέντι, που αποτελούσε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ευωχίας και νηστείας
[…] Το βράδυ της αποκρηάς στενοί συγγενείς και φίλοι συγκεντρώνονταν επί «το αυτό» και άρχιζε το γλέντι. Τα φαγητά πάρα πολλά και καλομαγειρεμένα. Το κοκκκινέλι, αγνό, ντόπιο, έρρεε άφθονο. Οι μεταμφιέσεις επιτρέπονταν και το «ξεφάντωμα» έπαιρνε μια ξεχωριστή φαιδρότητα.
Τον ξεχωριστό όμως ευχάριστο τόνο στην συντροφιά τον έδιναν τα αποκρηάτικα τραγούδια. Τα σοβαρά εναλλάσσονταν με τα σκωπτικά και έφταναν στο ξεφάντωμα κι αυτών των γρηών ακόμη, όπως λέγει και το τραγούδι: 
Πέντε μπα-άιντε μπρέ 
 πέντε μπάμπες στο χορό 
και οι πέντε με... βρακί 
Κ ι άλλη μια - άιντε μπρε 
 κι άλλη μια... ξεβράκωτη 
δεν την βάζουν στο χορό. 
Πάει κι αυτή-άιντε μπρε 
 πάει κι αυτή κι κόβ’... βρακί 
πέντε πήχεις μουχασί 
 και την βάζουν στην κορφή.
Γέλια ξεκαρδιστικά διαδέχονταν το τέλος του σκωπτικού αυτού τραγουδιού. Το πράγμα όμως αρκετά εσοκάρισε και πρέπει να σοβαρευτούμε. Φυσική κι αβίαστη έρχεται η σοβαρότητα με τον όμορφο συρτό που τραγουδάει ένας και επαναλαμβάνουν όλοι εν χορώ:
Πέρα βάι, πέρα στα πέρ’, αμπέλια μας, 
πέρα στα πέρ’, αμπέλια μας και στις αμυγδαλιές μας. 
Εκεί, βάι εκεί καθόμουνα, κι εγώ, 
 εκεί καθόμουνα, κι εγώ και κένταγα μαντήλι.
Εκεί, βάι εκεί, εκεί περάσαν τρεις αητοί 
εκεί περάσαν τρεις αητοί,τρεις όμορφοι πασάδες.
Ο πρω- βάι, ο πρώτος μήλο μούριξε 
ο πρώτος μήλο μούριξε ο άλλος πορτοκάλι
κι τρίτος ο μικρότερος μου ρίχνει δακτυλίδι.
Το μη- βάι, το μη- το μήλο μάννα μ’ τόφαγα
το μήλο μάννα μ’ τόφαγα το πορτοκάλι τόχω
το δακτυλίδι το φορώ σαν αρραβωνιασμένη.
Το πράγμα επανέρχεται στην εύθυμη πλευρά. Την φορά αυτήν τα βέλη στρέφονται εναντίον των ιερωμένων. Οι παπάδες έχουν την τιμητική τους με το εξής:
Μικρόν μ’ εκαλογέρεψαν 
και μ’ έντυσαν στα μαύρα, 
μα γω ζηλεύω το χορό 
ζηλεύω τα τραγούδια. 
Ζηλεύω την αγάπη μου 
πούναι τώρα καινούργια.
Στην κοινή ευωχία δεν λείπει και το ομαδικό τραγούδι με τις ευχαριστίες όλων για όλα, είναι το παρακάτω:
Μόλις ανταμωθήκαμε φίλοι κι αγαπημένοι
πολύ καλά τη βρήκαμε την τράπεζα στρωμένη.
Μάλαμα τα πηρούνια σας κι ασήμι τα ταψιά σας.
Μόσχος και τριαντάφυλλα είναι τα φαγητά σας.
Τούτες οι μέρες οι καλές, δεν είν’ όπως οι άλλες
αντάμωσα τους φίλους μου κι έχω χαρές μεγάλες.
Αν κατά τύχη στην συντροφιά είναι ζεύγος νεοπαντρεμένων τραγουδούν γι’ αυτούς το τραγούδι:
Πέντε ποντικοί βαρβάτοι
μου σαρίσαν του κρεββάτι
κι άλλοι πέντε… μνουχημένοι 
μου το φκιάσαν οι καϋμένοι.
Έτσι τα πατώματα τριζοβολούν και τα τραγούδια ανάμικτα με ξεφωνητά γέλιου και χαράς δονούν τον αέρα και αντηχούν σ’ όλο το χωριό μέχρι τις πρωινές ώρες.
Με το χάραμα της Καθαρής Δευτέρας μια νεκρική σιγή απλώνεται σ’ ολόκληρο το χωριό.
Η νηστεία έχει αρχίσει.»

Καθαρή Δευτέρα

$
0
0
Διαγωνισμός χαρταετού. Φωτ. Δ. Λέτσιος

Καλή Σαρακοστή!
( με τρεις καταγραφές για την Καθαροδευτέρα)

[…] Καθαρά Δευτέρα, οι ενταύθα πολίται εν ταις Παγασαίς και οι άλλοι εν ταις εξοχαίς τα Κούλουμα άγουσιν […]   
(Ζωσιμάς Εσφιγμενίτηςστο Ημερολόγιο  Η ΦΗΜΗ, Βώλος, 1886).
-----------------------------------
 […] πολύ κόσμος καθ’ ομίλους και πολλαί οικογένειαι διά λέμβων μετέβησαν εις τους απέναντι λόφους παρά τας αρχαίας Παγασσάς και δι’ όλης της ημέρας διεσπαρμένοι επί των χλοερών λόφων διεσκέδασαν εν χοροίς και ευθυμίαις κατά νεώτερον έθιμον, επικρατήσαν και ενταύθα από τινών ετών την πρώτην της Τεσσαρακοστής ημέραν. Και κατά την ημέραν ταύτην ετηρήθη μεταξύ των ευθυμούντων ησυχία και τάξις και ουδέν απρόοπτον συνέβη, καίτοι οι πλείστοι εκυριεύθησαν υπό του αφθόνου διαχυθέντος εκεί Βάκχου […]
(εφημ. ΘΕΣΣΑΛΙΑ, Αθήναι, 13-2-1882)
-----------------------------------
 Τα κούλουμα. 
Ολόκληρος η πόλις εξεστράτευσεν από πρωίας εις τας εξοχάς ίνα εορτάση την πρώτην ημέραν της Μ. Τεσσαρακοστής εν χαρά.
Αι Αλυκαί μακρόθεν περί την μεσημβρίαν θεώμεναι παρουσίαζον μίαν μυρμηγκιάν ανθρώπων πηγαινοερχομένων.
Οι περισσότεροι όμως μετέβησαν εις τα Άνω Λεχώνια.
Άπειρος κόσμος αδιακρίτως ηλικίας και τάηεως κατέλαβεν εξ απροόπτου τα μεταμεσημβρινά τραίνα διά Λεχώνια, άτινα έβριθον κόσμου προσπαθούντος όπως εύρη θέσιν ίνα μεταβή και εορτάση εις τα Λεχώνια τα κούλουμα.
Δεν περιγράφεται ο συνωστισμός και ο επικρατήσας διαγκωνισμός κατά τα πρώτα μεταμεσημβρινά τραίνα.
 Πολλοί μετέβησαν εις Λεχώνια κρεμασμένοι από τας κιγκίδας των εξωστών των βαγονίων. Ούτοι δε καθώς και όσοι δεν ηδυνήθησαν να καταλάβωσι θέσιν έγειναν κατά την διάρκειαν του ταξειδ’ιου κατάλευκοι από την σκόνιν ως να εξήλθον από κανένα αλευρόμυλον. […] 
(εφημ. ΣΚΡΙΠ, Αθήναι, 3-3-1908)

Παροιμίες

$
0
0
Καλό μήνα!  
Παροιμίες για το Μάρτη
«Λείπ’ ου Μάρτ’ς απ’ τ’ Σαρακουστή;» 
Είναι γνωστό πως μεγάλο μέρος της πριν το Πάσχα περιόδου (Μ. Σαρακοστής) συμπίπτει με το Μάρτιο. Λέγεται γι’ αυτούς που βρίσκονται πάντα παρόντες σε ορισμένο τόπο και χρόνο.
«Από Μαρτιού π’κάμ’σο κι απ’ Αύγουστο σιγκούν’»
«Από Μαρτχιού καλουκαίρ’ κι απ’ Αύγουστο χ’μώνα»
«Από Μαρτχιού καλουκαιριάζ’ κι απ’ Αύγουστο χ’μωνιάζ’»
Είναι φανερό πως απ’ το Μάρτη αρχίζει να καλοκαιριάζει και ντυνόμαστε ελαφρύτερα κι απ’ τον Αύγουστο και μετά δροσίζει και ντυνόμαστε πιο βαριά. 
Και αντίθετα:
«Ούτ’ ου Μάρτ’ς καλοκαίρ’ ούτ’ κι ου Αύγουστος  χ’μ’ώνας»
«Ένας κούκους δε φέρν’ τ’ν Άνοιξ’»
Αν επικρατεί βαριά συννεφιά τότε ή θα καλοσυνέψει ή θα έρθει μεγάλη καταιγίδα:
«Τ’ Μαρτχιού τα σκουτ’νά αν τα ιδείς να μη φουβ’θείς, 
μα αν τα ιδείς κι φουβ’θείς  βρέκα τρύπα να χουθείς».
Πολλές παροιμίες υπάρχουν για την ωφελιμότητα των βροχών του Μαρτίου. Ανάλογα με την ατμοσφαιρική κατάσταση του Μαρτίου εξαρτάται κι η σπορά των διάφορων φυτών και την απόδοση των καλλιεργειών. 
Έτσι:
«Μάρτ’ς βρέχ’, πουτές μην πάψ’».
 «Αν ρίξ’ ου Μάρτης δυο νι(ε)ρά κι Απρίλ’ς άλλου ένα,
χαρά σ’ ικείνουν του ζηυγά απ’ έχ΄πουλλά σπαρμένα».
« Να βρέξ’ ου Μάρτης δυο νι(ε)ρά κι ου Απρίλ’ς άλλου ένα,
να ιδείς κ’λούργια τα πιδγιά κι πίτι(ε)ς οι μανάδι(ε)ς
κι ψηλουανασκουμπώματα οι κλεφτουμυλουνάδι(ε)ς».
«Μάρτης έβρι(ε)χι(ε), Θι(ε)ρστής χαίρουνταν».
«Μάρτ’ς καλψιάρ’ς».
«Όταν ι Μάρτ’ς είναι καλός, τ’ χουριάτ’ η κόρ’ παντρεύητι(ε)».
Και το αντίθετο:
«Μάρτ’ς  άβρι(ε)χους, μούστους άμι(ε)τρους»
γιατί η ανομβρία του Μαρτίου ωφελεί την αμπελοκαλλιέργεια.
 Βέβαια και για το ευμετάβλητο του καιρού και της θερμοκρασίας, υπάρχουν αρκετές παροιμίες:
«Ι Μάρτ’ς ως του γιόμα του ψουφάει κι ως του βράδ’ του βρουμάει».
«Ι Μάρτ’ς ώρι(ε)ς κλαίει, ώρι(ε)ς γι(ε)λάει».
«Μάρτ’ς είνι(ε) χάδγια κάν’, πότι(ε) κλαίει πότι(ε) γι(ε)λάει».
 «Τ’ Μαρτχιού οι αυγές μι(ε) κάψανι(ε), τ’ Μαϊού τα μι(ε)σημέργια».
 Σαν το Μάρτη είναι και ο άστατος και ευμετάβλητος χαρακτήρας κάποιων: 
«Τα λό(γ)ια τ’ είνι(ε) γι(ε)ρά σαν του Μαρτχιού του χιόν’, 
απού του ρίχν’ απουβραδίς κι του προυί του λιών’».
Και ο χυλός που έπρεπε να τρώνε το Μάρτη, πιστεύοντας  πως δεν θα τους τσιμπούσαν τα κουνούπια, ήταν μια απ’ τις παροιμίες:
«Το Μάρτ’ χυλό έφαγα , κουνούπ’ να μη μ’αγγίξ’».
O καυτερός μαρτιάτικος ήλιος έπρεπε να μη δει τους ανθρώπους, γιατί θα γίνονταν μελαχρινοί αν εκτίθονταν στις ακτίνες του! Αυτή η δεισιδαιμονία επικράτησε απ’ τον καιρό των Ελευσινίων μυστηρίων, όπου και τότε έδεναν στο χέρι ή στον τράχηλο ασπροκόκκινη στριμμένη κλωστή για όλον το μήνα. Πίστευαν πως θ’ απέφευγαν την επίδραση του ήλιου!
«Οπώχει κόρ’ ακριβή, του Μάρτ’ ι ήλιους μην τ’ν ιδεί».
Ακόμη δεν έπρεπε να κοιμάται κάποιος στον ήλιο:
«Του Μάρτ’ στουν ήλιου μην κοιμ’θείς».
Η μαρτιάτικη κακοκαιρία και το ενδεχόμενο ψύχος πολλές φορές ήταν καταλυτικό.
«Μάρτ’ς, γδάρτ’ς κι κακός παλουκουκαύτ’ς»
«Του Μάρτ’ ξύλα φύλα(γ)ι(ε) μην κάψεις τα παλούκια»
«Άλλου δε μι(ε) μάρανι(ε), μον’ τ’ς Άνοιξης του κρύου».
«Του Μάρτ’ φύλαε τ’ άχερα, μη χάσ’ς του ζηυγάρ’»
Είναι επίσης γνωστή η παράδοση με τη γριά και το Μάρτη που αρχικά είχε 30 ημέρες. Την τελευταία μέρα του μήνα  νομίζοντας πως απαλλάχτηκε απ’ τον κίνδυνο του παγετού γλιτώνοντας τα ζωντανά της, είπε περιφρονητικά στον Μάρτιο: 
«Πριτς Μαρτάκη μ’ τα ξεχείμασα τα κατσικάκια μ’! »
Ο Μάρτης οργισμένος σηκώθηκε και ζήτησε μια μέρα απ’ το Φλεβάρη που να κάνει πολύ κρύο. Έμεινε έτσι ο Φλεβάρης «κουτσός» κι ο Μάρτης με 31 μέρες. Η γριά κρύφτηκε στο καζάνι που τυροκομούσε και έμεινε εκεί παγωμένη ανάμεσα στα κατσίκια της! Η παράδοση αυτή υπάρχει και στη Γαλλία με μικρές παραλλαγές.
«Ι Μάρτ’ς έβανι(ε) τη γριά μες στου καζάν’»
«Στ’ν πομπή σ’, Μάρτη μ’, τ'αρνουκάτσικα μ’ τα ξεχείμασα!»

Περί Αγίων Θεοδώρων Βόλου

$
0
0
Ο Δημήτριος Τσοποτός σε επιστολή του στη ΘΕΣΣΑΛΙΑ ζήτησε από κάποιους Βολιώτες πληροφορίες για το ναό των Αγ. Θεοδώρωνστα Παλιάτου Βόλου
Στη 1-8-1924 στην ίδια εφημερίδα ο Περικλής Μαργαρίτης απάντησε με επιστολή του γράφοντας όσα γνώριζε. Είναι πληροφορίες σχετικά άγνωστες στο ευρύ κοινό: 

[ Σχετικώς με την περί Αγίων Θεοδώρων παράδοσιν διατελώ εις ευχάριστον θέσιν κατά το εφικτόν να ικανοποιήσω.
Εκτός της εις προγενεστέρους χρόνους υπαρχούσης παραδόσεως παρά τοις γεροντοτέροις αφηγουμένοις ότι μετ΄ευλαβείας οι οθωμανοί του Κάστρου του Γόλου έκαιον κανδύλην επί του τόπου ένθα νυν υπάρχει το ιερόν των Αγίων Θεοδώρων, αλλά και εγώ εξ ιδίας αυτοψίας κατά τινα εκείσε παιδικήν μου επίσκεψιν την κανδύλην εκεί που ανηρτημένην• καθ’ ην εποχήν μάλιστα περίκλεισται ήταν αι οικίαι των Οθωμανών εκ του περιβάλλοντος αυτάς τείχους του φρουρίου, όπερ αργότερον κατεδαφίσθη, ρυμοτομηθέντος και του διαμερίσματος εκείνου της πόλεως.
Το ολίγον τότε παιδικόν ενδιαφέρον μου περιωρίσθη εις απλήν ερώτησιν προς οθωμανίδα παιδίσκην διά την αιτίαν της καιομένης κανδύλης, έμαθον δε παρ’ αυτής ότι εκεί έκειτο «βακούφ».
Ταύτα λοιπόν εξ ιδίας αυτοψίας και παλαιάς παραδόσεως.
Αλλ’ όμως λεπτομερέστερον και σαφέστερον αφηγήσομαι κατωτέρω δι’ την περί ου ο λόγος υπόθεσιν όπως μοι αφηγήθη ο έτι ζων εκ Κατηχωρίου εννενηκοντούτης γέρων Απόστολος Κυρίτσης, όστις εγκατασταθείς εν έτει 1864 και εντεύθεν εις Παλαιά Μαγαζεία, συχνά δε εισερχόμενος εν τω φρουρίω πάντοτε έβλεπεν εκ της οδού την ανηρτημένην κανδύλαν μετ’ εικόνος των Αγίων Θεοδώρων εις βάθος διαδρόμου τινός στενοτάτου.
Επιπροσθέτως δε με αφηγήθη ο ειρημένος Κυρίτσης ότι και μέγας περίφρακτος χώρος εκ σανίδων υπήρχε, θεωρούμενος ως ιερός. Έξωθεν δε του περιφράγματος εγκαθίσταντο ενίοτε Αθίγγανοι, εργαζόμενοι τα γνωστά υπαίθρια έργα των.
Τον χώρον τούτον και την κανδύλαν επεμελείτο οθωμανός τις ονόματι Σαλή αγάς. Ίσως τούτο εγίγνετο  κατ’ επιταγήν της Οθωμανικής κοινότητος του Κάστρου.
Δεν είναι δε μοναδική περίπτωσις αυτή της ευλαβείας των Οθωμανών προς τα ημέτερα ιερά, διότι παρομοία τοιαύτη συμβαίνει να ήνε και παρά τα Φάρσαλα οθωμανικήν μονήν, την γνωστήν υπό το όνομα «Τεκές». Και εκεί ως γνωστόν τη επιμελεία της μονής καίει ακοίμητος κανδήλα προ της εικόνος του Αγίου Γεωργίου.   
Ύστερον κατά την αλλαγήν των καθεστώτων, προκειμένου να ανεγερθή ο σημερινός ναός των Αγίων Θεοδώρων και ετοιμαζομένου του χώρου διά την οικοδομήν, απεκαλύφθη εις βάθος ναός  μέγας κατ’ έκτασιν. Οι κατακείμενοι βαρύτατοι κίονες και κιονόκρανα επί λαμπρού δαπέδου, εστρωμένου εκ ποικιλοχρόων μαρμαρίνων πλακών, εμαρτύρουν υπάρξαντα ναόν μεγαλοπρεπή και πλούσιον της αρχαίας μεν θρησκείας, μεταβληθέντα δε ως εικός, εις χριστιανικόν τοιούτον εις άγνωστον περίοδον. Φαίνεται δε ότι εις την περίπτωσιν αυτήν οι μεταποιήσαντες τον ναόν δεν προέβησαν εις την γενικήν καταστροφήν του, κατά την τότε συνήθη προτίμησιν των μεταποιητών χριστιανών, οίτινες πολύ αφελώς κατεδάφιζαν τα λαμπρά εκείνα κειμήλια επί τοσούτον μάλιστα λόγω χάριν καταδαφίζετο είς Παρθενών και ανεγείρετο μία Καπνικαρέα. Τοσούτω απλούν εθεωρείτο παρά τοις τότε χριστιανοίς.
Ανάβαθρα δε εκ μαρμάρου ήγόν τινα τις οιδε επί τινος δόμου του ναού.
Ετέρα κλίμαξ κατήρχετο εις στοάν, χρησιμεύσασαν ως αποθήκη πυρίτιδος εις τους Οθωμανούς, εκ της ευρεθείσης εκεί αποσυντεθειμένης τοιαύτης.
Εκ τούτων των αποκαλυφθέντων, όσα ήσαν ικανά προς απαγωγήν, απήχθησαν φιλοτίμως παρά των εργολάβων της οικοδομής, των λοιπών καταχωσθέντων και πάλιν επί τόπου διά το δυσμετακόμιστον αυτών. Ευχής έργον θα ήτο εάν οι ιθύνοντες τότε, μετά την αποκάλυψιν του αρχαίου ναού επεχείρουν διά του ιδίου υλικού του την ανέγερσιν του νεωτέρου τοιούτου, ως είχεν ούτος πρότερον, προσθέτοντας μόνον ότι είχε κατά καιρούς αφαιρεθή εξ αυτού. Θα εκοσμείτο δε ούτω η περίοπτος εκείνη θέσις της πόλεως δι’ ενός κειμηλίου, δεικνύουσα εν ταυτώ εις τους επισκέπτας την αρχαίαν ευδαίμονα και λαμπράν καταγωγήν της. Αλλά πνεύμα ίσως ισότητος και σοσιαλισμού εν σχέσει προς την λοιπήν πόλιν επεκράτησεν εις αυτούς και κατά την περίπτωσιν ταύτην.
Τοιούτος συνέβει να είνε ο ναός των Αγίων Θεοδώρων ούτινος αι εκάστοτε παραδόσεις έφερον μέχρις ημών το όνομα. Τις οίδε ποία συνθήκη ή όρκος των καταλαβόντων το Κάστρο του Γόλου οθωμανών υπεχρέωσεν αυτούς υποχρέωσιν απαράβατον προς τους ημετέρους εγκαταλείψαντας το Κάστρον και μετοικήσαντας επί του σημερινού χωρίου Γόλου, (δι’ ον άλλοτε θα ομιλήσωμεν) να επιμελώνται του ιερού των αδιαλείπτως επί αιώνας ολοκλήρους.
Εκ συνηθείας δε παλαιάς κατά την επέτειον εορτήν των Αγίων Θεοδώρων η πάνδημος κάθοδος των ημετέρων έφερεν αυτούς περιπλανωμένους κατά μήκους της θαλασσίας ακτής, πλησιέστερον μεν, αλλά και πάλιν εν χωρισμώ εκ του λατρευτού των στρατηλάτου αγίου και προστάτου άλλοτε του Κάστρου των, ωσανεί ερωμένοι ερώμενοι μακρόθεν κόρης καλής αλλ’ αυστηρώς επιτηρουμένης.
Και κατεκλύζοντο εκ της συρροής εκείνης των υπαιθρίων πανηγυριστών τα πενιχρά παλαιά μαγαζεία. Οθωμανίδες δε εκ των επάλξεων του φρουρίου κεκαλυμμέναι και περίεργοι παρηκολούθουν τους επισκέπτας, και διημείβοντο ενίοτε φράσεις φιλοφρονήσεως μεταξύ των γνωρίμων εκατέρωθεν γυναικών. Ουδέποτε όμως επετρέπετο η εν τω φρουρίω  αθρόα είσοδος των χριστιανών. Όταν αργότερον επί του τόπου, ένθα νυν η πόλις οικοδομήθησαν λεληθότως πως οι τρεις πρώται οικίαι του Αθανασάκη Δημητράκη, του Γάτζου και του Κουβελά, εξ ων αγνοείται εισέτι τις ο πρώτος εκ τούτων εγένετο οικιστής, μέγα μέρος των πανηγυριστών κατέκλυζε με χαράν τας πρώτας ταύτας οικίας. Ούτε δε και κατά τούτον τον χρόνον υπήρξε ευκτήριος ναός επί του παραλιακού τούτου εδάφους. Περί δε του αναφερομένου εκ της επιστολής του Δημητρίου Διαμαντή τόπου του Αγίου Νικολάου, το μόνον διακριτικόν της ιερότητος αυτού υπήρξεν πήλινον δοχείον περιέχον κανδήλαν καίουσαν ενίοτε κεκαλυμμένον διά πλακός. 
Παρομοία κατάστασις και εις τον Άγιον Κωνσταντίνον  συνέβαινε να ήνε. Τον αποκαλυφθέντα δε αρχαίον ναόν κατά την θεμελίωσιν οικίας τινός εις τι διαμέρισμα της σημερινής πόλεως και πάλιν καλυφθέντα (σιωπώ ενταύθα την θέσιν ίνα μη γεννηθώσι πράγματα) ηγνόουν τότε οι κατερχόμενοι πανηγυρισταί.
Ευχαριστών διά την φιλοξενίαν της παρούσης μου, διατελώ μετά πολλής τιμής.
Περικλής  Μαργαρίτης ]                    

Συνεταιρισμοί

$
0
0
Οι παλιότεροι Συνεταιρισμοί της Μαγνησίας
1)  Τέλος του 1900- αρχή 1901 ιδρύθηκε το «Μετοχικόν Γεωργικόν Ταμείον Αλμυρού» (Μετοχικός Σύλλογος). Ήταν ο πρώτος «συνεταιρισμός» στον τόπο μας, τύπος σωματείου αφού δεν υπήρχε τότε νομοθεσία για συνεταιρισμούς. Είχε αρχικά 35 γεωργούς μέλη και η συμ-μετοχή ήταν σε σιτάρι! Στα 1910 είχε 87 μέλη.Μεγάλη εξέλιξη ήταν στα 1911, η αγορά 2 αλωνιστικών μηχανών, καταπληκτικό συνεταιριστικό κατόρθωμα!, Στα 1914 τα μέλη έγιναν 160. 
Με το ΦΕΚ 118/1.4.1915 γίνεται «Γεωργικός Πιστωτικός Συνεταιρισμός Αλμυρού» Συν. ΠΕ.
2) Με το ΦΕΚ Α΄ 163/2-7-1911 ιδρύθηκε ο «Κτηματικός Σύλλογος Βυζίτσης» Χείρων ο Κένταυρος. Σκοπός του η προαγωγή της γεωργίας, η σύσταση αγροκηπίου, η τόνωση της κτηματικής πίστεως, η γεωργική μόρφωση κλπ.
3)  Στις 17-9-1915 ιδρύθηκε ο «Συνεταιρισμός  πωλήσεως οπωρών Λεχωνίων Καραμβασίου» Συν. Π.Ε. (γνωστός ως ΣΠΟΛΚ) (ΕΔΩ),  με τιμή μετοχής δρχ 40,  διπλάσια ευθύνη και μέλη 98.  
4) Στις 27-10-1916«Συνεταιρισμός πωλήσεως γεωργικών προϊόντων Ζαγοράς»Συν. Π.Ε., με τιμή μετοχής δρχ 100,  ευθύνη δεκαπλάσια και μέλη 199. Φέτος αισίως γιορτάζει τα 100χρονα από τη ίδρυσή του!
5)  Στις 9-3-1916 ιδρύθηκε ο «Γεωργικός Πιστωτικός Συνεταιρισμός Σούρπης»Συν. Π.Ε., με μερίδα δρχ 100 και μέλη 50.
6) Πριν το νόμο 602/1915 του Βενιζέλου «Περί Συνεταιρισμών» ιδρύθηκαν επίσης ο «Συνεταιρισμός Αγίου Γεωργίου Φερών»και ο  «Μετοχικός Ελαιουργικός Συνεταιρισμός Σκιάθου»

Κόραι του Βώλου και του Πηλίου

$
0
0
«Κυρίες της αστικής τάξης» φωτογραφισμένες στα ΄Ανω Λεχώνια
στο αρχοντικό Νικολαΐδη. Αρχείο ΔΗΚΙ Βόλου.

«Κυρίες της αστικής τάξης» φωτογραφισμένες από τα ΄Ανω Λεχώνια
με φόντο το Καραμπάσι (Αγ. Βλάση). Αρχείο ΔΗΚΙ Βόλου
 «Γυναίκα του Μεσοπολέμου» φωτογραφία Κ. Ζημέρη.
 Αρχείο ΔΗΚΙ Βόλου.

Ημέρα της Γυναίκας σήμερα κι ας δούμε τι έγραφε (ο Μπλουμ) στην Πολιτικοσατιρική Εφημερίδα του Βλάση Γαβριηλίδη ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ, αριθ. 218, στις 15 Νοεμβρίου 1881, για τις γυναίκες που συνάντησε στο Βόλο. 

Φαίνεται, βέβαια,  πως ο τότε συντάκτης είχε κατά νου μόνον τις πλούσιες αστές Αθηναίες και Χαλκιδέες και μάλλον πρώτη του φορά έβλεπε «τυραγνισμένι(ε)ς» Πηλιορείτισσες! Θαρρώ πως αν έγραφε σήμερα, δεν θα έβλεπε διαφορά... 
[…] Υπεσχέθην να γράψω την αλήθειαν, ω κόραι του Βώλου και του Πηλίου, ώστε θα μοι συγχωρήσητε την αμαρτίαν την εκ της ειλικρίνείας μου. 
Το ωραίον εν γένει φύλον του διαμερίσματος τούτου είναι άσχημον• και το λυπηρόν είναι ότι και το μέλλον του, ήτοι η επερχομένη γενεά, δεν διαφέρει του παρόντος. Είδον χιλιάδας γυναικών και νεανίδων, αλλά καλλονήν δεν είδον. Αι εν Βώλω φορούσι βαρυτίμους ενδυμασίας, δεικνύουσαι τοιουτοτρόπως την ευπορίαν των, αι Πηλιώτιδες δε απλουστέρας και ποικίλας. Αι πλείσται έχουσι κόμην ξανθήν άφθονον, οφθαλμούς μαύρους και τα χρώματα του προσώπου ζωηρά• αλλά το πρόσωπον, η ρις, τα μήλα των παρειών και η κεφαλή εισί μαλλον σουβλερά. Παραδόξως το στήθος των δεν έχει ουδεμίαν ανάπτυξιν, ή μαλλον στερούνται κόλπου ον τοσούτον εξύμνησαν οι περί την γυναίκα καταγίναντες. Το ανάστημά των είναι μαλλον κομψόν, οι δε πόδες ;
Εις τους πόδας τρέφω εξαιρετικήν αδυναμίαν […]
Οι πόδες λοιπόν, η ηώς αύτη των βολιωτίδων, είναι μεγάλοι, τα δε υποδήματά των οιουδήποτε είδους και κατασκευής πάντοτε φ ι ο γ κ ο φ ό ρ α.
Περί της ρ ι ν ό ς των, φίλος συμπλωτήρ μοι έλεγεν ότι αύτη κατέχει εν τω προσώπω, οίαν θέσιν το κωδωνοστάσιον της εν Αθήναις Ζωοδόχου Πηγής προς τον όλον ναόν. Δύναται τις δε να είπη, όχι η ρις του προσώπου, αλλά το πρόσωπον της ρινός. Πλην αλλ’ όμως εν τω μέσω της πληθύος διέκρινα και νεάνιδας καλάς το είδος, αλλ’ ήσαν μία ή δύω, «είς δε και μόνος κούκος δεν φέρει την άνοιξιν». […]

                                                                                                               ( Μπλουμ )

Μάρτιος 1854

$
0
0
Χρόνης Μπασδέκης VSΤούρκων και Άγγλων 

 «Κατά το έτος 1854 εξήλθον με 800 μαχίμους άνδρας προς απελευθέρωσιν των πασχόντων και στεναζόντων συμπολιτών μας […] εις τας μάχας Πλατάνου και Αλμυρού  […] εις τας μάχας  εν Μαλεσιάτικα, αντικρύ του φρουρίου Βώλου […] εις θέσιν Μπαξέδες πλησίον του φρουρίου Βώλου»  (εφημ. ΕΘΝΙΚΟΝ ΜΕΓΑΛΕΙΟΝ, Βώλος 1881) λέει μεταξύ άλλων ο  Χρόνης Μπασδέκης για την «άτυχη» Πηλιορείτικη Επανάσταση της άνοιξης του 1854.(Έχουμε και παλιότερα αναφερθεί ΕΔΩ
Όμως είναι σχεδόν άγνωστη η αλληλογραφία του με τον Τούρκο διοικητή του Αλμυρού Χουσεΐν Αγά, αλλά και τον Άγγλο καπετάνιο του ατμοκίνητου πολεμικού Σπιτφάερ. Και βέβαια οι Άγγλοι τότε ήταν σύμμαχοι της Τουρκίας, όπως διαβάζουμε στη «Νεωτάτη Γενική Ιστορία» Δ΄ συμπληρωματικός τόμος – Γεωρ. Κρέμου - Εν Αθήναις 1890 -σελίδες 1126.
«Ο πρέσβυς της 'Αγγλίας διεύθυνε προς τους εν Τουρκία Άγγλους προξένους εγκύκλιον,  ης εκήρυττεν ότι η τε Αγγλία και Γαλλία ήσαν σύμμαχοι της Τουρκίας και ότι ουδεμίαν προστασίαν παρέξουσι τοις εν Τουρκία Έλλησιν και ότι, εάν η Τουρκία κηρύξη πόλεμον τη Ελλάδι, οι εν Τουρκία Έλληνες υποστήσονται πάντα τα δεινά του πολέμου…»
Ας δούμε (σε μονοτονικό) αυτές τις επιστολές δίνοντας προσοχή στις απαντήσεις του πηλιορείτη  οπλαρχηγού Χρ. Μπασδέκη όπως ήταν δημοσιευμένες στην αθηναϊκή εφημερίδα ΑΙΩΝ της 20ης Απριλίου 1854:

Α) Επιστολή του Τούρκου στον Μπασδέκη:
Φίλε Καπετάν Χρόνη Μπασδέκη
Εν Αρμυρώ, τη 8 Μαρτίου 1854
Προ ημερών επληροφορήθημεν θετικώτατα, ότι μερικό στρατιώται και πολίται Έλληνες, εξελθόντες εις το κράτος μας, ήρπαξαν μερικά πρόβατα, τα οποία έως και σήμερον κατακρατείτε. Το κίνημά σας αυτό στοχαζόμεθα, ότι δεν είναι καλόν. Εκτός τούτου μανθάνομεν, ότι αναγανδόν ευγήκες και κατέλαβες το χωρίον Δερμώνα, το οποίον, ως γνωρίζεις, είναι της Τουρκικής επικρατείας. Περί όλων αυτών των ατόπων κινημάτων σας να μας απαντήσητε προς οδηγίαν μας. Σας εσωκλείομεν και γράμμα υπό του Εξοχ. Κομανδάντε του Βασ. Αγγλικού ατμοπλοίου, Σινιόρ Σπρατ, το οποίον, αφ’ ου αναγνώσητε, στείλετε απάντησιν, διότι προσμένει άνθρωπός του εδώ επίτηδες.
Ο φίλος σας 
ΧΟΣΕΪΝ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ
Μουδήρης Αλμυρού

Β) Επιστολή «Εκ του πολεμικού ατμοκινήτου Σπιτφάιερ τη 7 (19) Μαρτίου 1854» στον Μπασδέκη:
Κύριε Καπετάνε!
Επληροφορήθην παρά των Αρχών Αρμυρού, ότι συμμορία ενόπλων, υπό την διοίκησίν Σας, διέβη τα σύνορα, τα χωρίζοντα τας χώρας της Α.Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος και τας του Σουλτάνου, κατά την κοιλάδα της Σούρπης• και ότι καθείξατε το χωρίον Δερμώνα, ανήκον εις την επικράτειαν του Σουλτάνου προς τον σκοπόν να εξεγείρετε τους Ραγιάδας ή τους Χριστιανούς υπηκόους του Σουλτάνου. Κατά καθήκον, ως διοικητής του πολεμικού ατμοπλοίου της Α. Βρετ. Μ. Σ π ι τ φ ά ι ε ρ  ειδοποιώ υμάς, ότι η επίθεσις αύτη και η εξακολούθησις των επαναστατικών κινημάτων δύνανται να Σας φέρωσιν εις σύγκρουσιν με τας δυνάμεις της Α. Βρετ. Μ.
Ειμί υμέτερος ταπεινός θεράπων
(Υπογρ.)  ΣΠΡΑΤΓ

Γ) Απαντητική επιστολή του Χρ. Μπασδέκη στον Τούρκο μουδίρη(=κατώτερου αξιωματούχου επαρχιακής διοίκησης) του Αλμυρού:
Φίλε Κύριε Χουσεΐν Αγά
Έλαβον σήμερον την επιστολήν σου και είδον τα εν αυτή γραφόμενά σου. Κακώς, φίλε, σας επληροφόρησαν, ότι μετά τινων Ελλήνων και στρατιωτών της Κυβερνήσεως  της Α.Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος εξήλθον εις την γην του Σουλτάνου. Όχι! Δεν έχει ούτω, το οποίον θα εσύμφερεν εις εσέ, αλλ’ έχει ως εξής, το οποίον σοι είναι βαρύ να ακούσης.
 Η από εσάς καταπάτησις των δικαίων μας και των απαραγράπτων δικαιωμάτων μας, η κατατυράννησις τοσούτων εκατομμυρίων αδελφών μας, εβίασαν ημάς τους Θεσσαλούς, Ηπειρώτας, Μακεδόνας, Θράκας κτλ. να εγκαταλείψωμεν και οικογενείας και τα πάντα εις την τύχην, και να δράξωμεν τα όπλα, απόφασιν μέχρις εσχάτης αναπνοής έχοντες να ελευθερώσωμεν τους αδελφούς μας.
Μη νομίζης, φίλε, ότι είναι τα παρελθόντα εκείνα μικρά κινήματα. Όχι! Όχι! Τώρα η Ελληνική σάλπιγξ ηχήσασα από Άρτης έφθασεν μέχρις ημών, και θέλει φθάσει πανταχού της Ελληνικής γης. Δι’ ο ως φίλος σου σου προτρέπω να σκεφθής καλώς, διά να δυνηθής ως εις την εσώκλιστόν μας προκήρυξιν λέγομεν, να χαίρεσε καθ’ όλην την έκτασιν τα δικαιώματα τα οποία χαίρεται πας Έλλην. Ταύτα σοι παραγγέλλω να είπης  εις τους φίλους μου Νουρδίν Μπεήν και Μέτσον.
Ο Οπλαρχηγός
Χρόνης Μπασδέκης

Δ) Τέλος η απαντητική επιστολή του Χρ. Μπασδέκη στον Άγγλο πλοίαρχο είναι η εξής:
Φιλέλλην Κύριε,
Έλαβον σήμερον το παρ’ υμών προς με διευθυνθέν γράμμα Σας, και είδον τα περί εμού γεγραμμένα. Ημείς, Κύριε, ούτε ληστρικώς εξερχόμεθα εις το Τουρκικόν έδαφος, ούτε στρατιώτας της Κυβερνήσεως  της Α.Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος μαζή μας φέρομεν• αλλά πράττομεν, ότι έπραξαν οι συνάδελφοι ημών Ηπειρώται: τουτέστι τέκνα γνήσια της δυστυχούς και ταλαιπωρουμένης υπό του φρικτού Τουρκικού ζυγού της Θεσσαλίας, Μακεδονίας κτλ. όντες, και προσκαίρως εν τη ελευθέρα Ελλάδι παροικούντες, και της ελευθερίας το γάλα γευθέντες, δεν ηδυνήθημεν να υποφέρομεν βλέποντες την Πατρίδα ημών δούλην, και μάλιστα εν ω οι αδελφοί ημών Ηπειρώται γιγαντιαίοις βήμασι προβαίνουσιν εις την απελευθέρωσιν της πατρίδος αυτών• αλλ’ έπρεπε και ημείς να λάβωμεν τα όπλα.
Τα δίκαιά μας Κύριε, είναι μεγάλα και τόσον μεγάλα, όσον η δικαιοσύνη του Υψίστου. Αλλά και προώρισθαι, φιλέλλην Κύριε, κατά τον ΙΘ΄αιώνα η άλλοτε πολυπαταγούσα εν τω κόσμω Ελλάς, τινάζουσα τον βαρύν και μισόχριστον ζυγόν του Τουρκικού σκήπτρου, να σηκωθή και να ευεργετήση πάλιν την ανθρωπότητα.
Μάρτυς δε της υπέρ Πατρίδος ημών αποφάσεως έστω υμίν η εσώκλιστος προκήρυξίς μας. Εξ απάντων τούτων πεποίθαμεν, ότι δικαιούμεθα, και επομένως ουδείς άνθρωπος Χριστιανός θέλει κατηγορήση και μεμφθή τας πράξεις ημών, και μάλιστα υμείς οι Άγγλοι, οι τοσαύτας και τηλικαύτας περιποιήσεις και γενναίας συνδρομάς προσφέραντες εις την πρώτην επανάστασίν μας, εξ ου και πεποίθαμεν, ότι και κατά την παρούσαν επανάστασιν, ήτις κινείται μόνον και μόνον από τα δυσφόρητα της τυραννίας δεινά, θέλετε συνδράμει ημάς.
Τοιαύτα, Κύριε, τα κινήματά μου και όχι άλλως, ως εχαρακτήρισαν υμίν αυτά οι εχθροί μας.
Προς πλειοτέραν δε πληροφορίαν σας δύνασθε να πέμψετε πιστούς εδικούς σας, οίτινες ιδίοις όμμασι να ίδωσι και πιστώς πληροφορήσωσιν υμάς.
Μένω δε με το ανήκον σέβας προς την φιλελληνικήν σας Εξοχότητα.
Ο Οπλαρχηγός
Χρόνης Μπασδέκης


Στις 16 Μαΐου η Ελληνική Κυβέρνηση εξαναγκάστηκε (μετά από αποκλεισμό) να υπογράψει συμφωνία και να επιστρέψουν οι επαναστάτες απ’ το τότε «ελληνικό» στα… σπίτια τους!  

Τρικεριώτες και Κριεζής

$
0
0
«Ιστιοφόρα σε λιμάνι»
Μποκατσιάμπης Βικέντιος (1856 - 1933)
Άγνωστες (σχεδόν) ιστορικές σελίδες υπάρχουν πάμπολλες και δεν διδάσκονται ποτέ στα σχολεία μας. Για σημερα και ενόψει της Εθνικής Επετείου, ένα απόσπασμα από τον Αντ. Δ. Κριεζή και το Ημερολόγιό του για τους Τρικεριώτες (όχι αγωνιστές -που υπάρχουν αρκετοί από αυτούς) που είδαν την Επανάσταση ως ...πλιάτσικο!
«Ο ναύαρχος Κριεζής»
Κριεζής Ανδρέας (1813 - μετά το 1877)
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΚΡΙΕΖΗ
(Γκιορνάλε δια την ανεξαρτησίαν του Έθνους).
1821. Απριλίου 28. Ύδρα
Ανεχωρήσαμεν διά την ανεξαρτησίαν του Ελληνικού έθνους.
[…] απεχαιρετίσθημεν και ανεχώρησεν  ο καθείς εις τον δρόμον του• ήρχισε να αλλάζει ο καιρός μπάτης και εις τας 3 Μαΐου εφθάσαμεν εις Σκιάθον, εις τας 4 εις Τρίκερι• αγκυροβολήσαμεν.
Εβγήκα έξω με την μεγάλην λέμβον με 70 ναύτας μου.
Ήλθον οι προύχοντες του τόπου με τους εμποροπλοιάρχους και με υπεδέχθησαν με εσυντρόφευσαν εις την Κατζελαρίαν τους (=διοικητήριο) •  τους ώμίλησα πολλά διά την ανεξαρτησίαν και δεν ηθέλησαν να με ακούσουν• εις το ύστερον ήρχισα και με φοβέραις και άλλα. Ευθύς τους υπεχρέωσα και έρραψαν και σημαίας με σταυρούς και ύψωσαν εις την Κατζελαρίαν τους και τα πλοία των •και με κανονιοβολισμούς• κα­θώς και εγώ τους έρριψα 25. Τους ώρκισα.
Εκεί όπου είμαστε βλέπω και παρουσιάζεται εμπρός μου αρχηγός με 15 οπλο­φόρους• με φωνάζει αν έχη την άδειαν να έμβη να με ιδή• εσηκώθην μόνος μου και τον έπιασα από το χέρι και τον εκάθησα σιμά μου• τον ερωτώ τις είναι και τι ζητεί• με λέγει αν έχη το ελεύθερον να ομιλήση, του έδωσα την άδειαν• με λέγει:
— Κύριε αρχηγέ Κριεζή, εγώ έχω εδώ 10 ημέραις, όπου ζητώ ν’ αναχωρήσω διά το πέρα μέρος του Ευρίπου [, εις το] Ξηροχώρι, διά να βαρέσωμε τους εχθρούς και οι κύριοι ούτοι με έχουν έως σήμερον εμποδισμένον και μήτε καΐκι μου δίδουν ν’ αναχωρήσω.
Και οι κύριοι Τρικεριώτες με είπον το εναντίον, και εκατάλαβα ότι είχε δίκαιον ο στρατιώτης […]
Βασιλεύοντος του Ηλίου εσηκώθημεν όλοι εις τα πανιά και επλεύσαμεν διά Τρίκερι και εφθάσαμεν εις τας 8 του Μαΐου. Ηγκυροβολήσαμεν.
Κάμνοντας τας τέντας του πλοίου, ήλθε το μεσημέρι και εκαθήσαμεν να γευματίσωμεν. Αγροικούμεν έξω εις τα Τρίκερι πυροβολισμούς και κανονοβολισμούς• στέλλω άνθρωπόν μου έξω με τήν λέμβον να ιδή τι τρέχει και επέστρεψεν ευθύς και φωνάζει :
— Τα συχαρίκια !
Ανέβην εις το κατάστρωμα και μοι λέγει ότι ήλθεν γράμμα από το Όρος γρά­φοντας ότι εις τας 2 Μαίου επάρθη η Κωνσταντινούπολις !
Ηρχίσαμεν και εκανονοβολίσαμεν […]
Μετά μισήν ώραν ήλθαν οι προύχοντες και πλοίαρχοι των Τρικέρων εις επισκεψιν•  τους υπεδέχθην τρατάροντας τους ως τους έπρεπεν•  ανεχώρησαν, και εις τας 3 ώρας μετά μεσημβρίαν έρχεται τρεχαν­τήρι από Ωραιούς, γράφοντας μου ότι από την Αγίαν Μαρίναν εμβαρκάρονται 600 Αλβανοί εις εν ιμβρίκιον διά τον Εύριπον.
Εκεί βλέπω πάλιν τους προύχοντας, να έλθουν εις απάντησίν μου• τους εδέχθην εις την κάμαραν •ηρχισαν να με παρακαλούν διά να τούς δώσω την ά­δειαν να εκστρατεύσουν με 4 πλοία τα μεγαλείτερά τους, από 9 χιλιάδας κοιλών• αμέσως τους την έδωσα, διορίζοντας τα δύο να έμβουν μέσα του κόλφου  Μόλου, τα δε άλλα δύο να έλθουν μαζύ μου, όπου εγώ υπάγω.
Εβγήκαν έξω διά να ετοιμασθούν, και έστειλαν και με ειδοποίησαν ότι τα ­ ετοίμασαν, αλλά όταν εκαλοβράδιασεν εβγήκαν εις τα πανιά, χωρίς ημείς να τους ίδωμεν.
Έστειλα την λέμβον να σηκωθούν τα δύο πλοία• ήλθεν η λέμβος και με λέγει ότι εβγήκαν και τα 4 διά τον Μόλον. Επίστευσα• εσαλπάραμεν(=σηκώσαμε άγκυρα) και ημείς• ηρχίσαμεν τον δρόμον μας διά την Αγίαν Μαρίναν. Μπονατζέβολας (= γαλήνιος) ο καιρός και πολλά ρεύματα• δεν ημπορούσαμεν να προχωρήσωμεν εις τα εμπρός.  Ήμουν ­ πάνω της Κουκιέτας ακουμβισμένος εις την ράνταν(=το προς την πρύμνη πανί) και όλος σεκλέτι(=ανησυχία) όπου δεν  είχαμεν καιρόν, και εκεί αγροικώ φωναίς, ως να εμάλωναν.[…]
— Τι φωναίς είνε, όπου αγροικώ ; Μου λέγει ότι, οι ναύται αδημονούν κατ’ εμού, και λέγουν, ότι ημείς καίομεν, γλυτώνομεν και οι αφωρισμένοι Τρικεριώταις  έπηγαν είς Ωραιούς και Ξηροχώρι διά να  λεηλατήσουν.
Προσκαλώ τους ναύτας• με βεβαιώνουν ότι: όσα σε λένε είνε αληθινά.
Ευθύς διορίζω να παρθή η βόλτα κατά την στεριά, εμβάζω και την γαλέραν και όλαις ταις βάρκαις και ετραβούσαν ρεμουλκιό εξ αίτιας του ολίγου αέρος και των ρευμάτων• διορίζω ένα ναύτην, να ανέβη εις το μεγάλο ιστίον και έτερον, εις το τουρκέτον(=το μπροστά κατάρτι) και τας κουρζέτας(=μέρος του καταρτιού) να  παρατηρήσουν αν φαίνωνται τα Τρικεριώτικα εις Ωραιούς. Ανέβησαν και μας φωνάζουν ότι τα πίπουλα(=πλήθος κόσμου) φαίνονται  μόνον.
Τέλος εφθάσαμεν και τα είδον αγκυροβολημένα. Εζώσαμεν τα άρματα, πε­ρίπου των 150, και εις χείρας τα τρομπόνια(=όπλα), εβγήκαμεν εξω, και ανέβημεν εις το χωρίον Ωραιούς. Ήλθον οι του χωρίου γέροντες και ο ιερεύς τους Παπά Δημήτριος, έως ετών 60, ευλαβής• και με επροβόδισαν εις την κατοικίαν του ιερέως• τους ηρώτησα διά τους πλοίαρ­χους Τρικεριώτας. Αυτοί εφωναξαν ότι :
— Ο Θεός σε έφερεν, επειδή αυτοί οι θεοκατάρατοι είνε χειρότεροι από τους Τούρκους.
Άρχισαν άλλαις ομιλίαις έως να φθάσουν οι λησταί. […]
Επάνω της ομιλίας να και βλέπω με το κανοκιάλι από μακρυά και έρχονται οι λησταί με πυροβολισμούς και όσω επήγαιναν εζύγωναν• βλέπω τον κάμπον γεμάτον από γιδοπρόβατα, αγελάδας και ζώα φορτηγά, καμμία εξηνταριά, φορτωμένα. Και όταν εζύγωσαν και εί­δον το πλοίον αραμένον, ήρχισαν να δαιμονίζωνται.
Είχον ετοιμάση 10-15 βέργαις ροδιάς• είχον όλα τα πόστα(=στενά) και δεν ημπορούσαν μήτε να εναντιωθούν. Ήλθον εις το προαύλιον του παπά• τα προσώπατά τους ήτον ως τα λείψανα• τους επροσκάλεσα και ήλθαν μέσα εις την οικίαν όπου τους ήρωτησα:
— Διά πού εμείναμεν συμφωνοι ακολουθήσητε ;
 'Ερριχναν το σφάλμα τού ναύτου τους και άλλα μασκαραλίκια. Διορίζω ευθύς από έναν έναν, τους στρώνουν κάτω, τους κτυπώ από 50 ξυλιαίς εις τους  κ. . . . .
Εκεί αγροικώ φωναίς των γυναικών• προχωρώ από το παράθυρον και βλέπω ταις ταλαίπωραις γυναίκαις ξεσκούφωταις να φωνάζουν :
— Καπετάνιε, ο Θεός σε έφερεν εδώ ! γλύτωσέ μας τας δυστυχείς, διότι ήλθαν οι Τουρκοτρικεριώταις και μας ήρπασαν ό,τι και αν είχομεν εις τα όσπίτια μας, όλα μάς τα επήραν, τα σκυλιά.
Τότες ήρχισα δέρνοντας και από τής πλάταις, κεφάλια, ως τους έπρεπεν.
Εβγαίνω εύθύς έξω, βλέπω και έρχονται σιμά μου περίπου των 30 Τουρκοπούλαις• πέφτουν εις τα ποδάρια μου κλαίοντας και θρηνούντας να ταις ελευθερώσω, διότι ταις επήραν με το ζόρι οι Τρικεριώταις. Εγώ ταις εθάρρυνα και ας μη φοβηθούν• και πάλιν εγύρισα να κτυπώ. Τέλος προσκαλόντας τας πτωχάς οθωμανίδας ταις εφιλοδώρησα 15 μαχμουντιέδες(=τούρκικα νομίσματα)  είπον και ταις πτωχαίς Ρωμαίισαις και έβαλον επιστάτας διά να δώσουν της κάθε μιας τα ιδικά της• τα ηύραν όλα, καθώς ζώα και γιδοπρόβατα, και έμειναν μόνον των Τουρκών, τα όποια επαράδωσα του ίδιου ιερέως του χωρίου διά να εύρη βο­σκούς να τα φυλάγουν, έως να έβλεπα που ήθελε τρέξη το πράγμα. Εδιαλέξαμεν 150 κριάρια και τραγιά και επήγαμεν εις το πλοίον• έδιωξα ευθύς τα 4 πλοία, λέγοντας τους: μην τύχει και δοκιμάσουν πάλιν καμμίαν εκστρατείαν τοιαύτην, διότι ύστερον θέλω τους καύ­ση και τα πλοία τους.
Ανεχώρησαν εντροπιασμένοι […]

(Αντιγραφή σε μονοτονικό από Περιοδικό ΕΒΔΟΜΑΣ, τεύχη  3 & 4, 21 & 28-1-1889)


Πηλιορείτες κοτσαμπάσηδες και Επανάσταση

$
0
0
Για σήμερα ανάγνωσμα σχετικό με τους κοτσαμπάσηδες του Πηλίου στα χρόνια της Επανάστασης. (Αυτοί είχαν πολλά να χάσουν, αντίθετα με το λαό που θα έχανε τη σκλαβιά του! )
Πηλιορείτες προύχοντες (Αγήνωρ Αστεριάδης)
Είναι κείμενο του Γιάνη Κορδάτου, στην ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ της 
25 Μαρτίου 1955, σελ. 167-8. 


[…] Θα κλείσουμε όμως το σημείωμά μας με τα προδοτικά φερσίματα μερικών κοτζαμπάσηδων του Πηλίου. Εκεί άρχισε η Επανάσταση στις 7 του Μάη 1821. Δεν κράτησε όμως παραπάνω από ένα μήνα γιατί οι προύχοντες αντιδράσανε από την πρώτη μέρα. Αν κρατούσε η Επανάσταση στον Κίσσαβο και στο Πήλιο και παράλληλα ξεσηκώνονταν τον ίδιο καιρό τα χωριά του Ολύμπου, η Νιάουσα η Βέρροια οι Σέρραις και η Χαλκίδα, η ανταρσία του Αλή Πασά στην Ήπειρο δε θάσβυνε. Έτσι ο Μωριάς και η Ρούμελη θα μπορούσαν να οργανώσουν ταχτικό στρατό και να δώσουν αποφασιστικό χτύπημα στους Τούρκους.
Οι προύχοντες όμως της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Εύβοιας αντιδράσανε. Μόνο σε μια γωνιά τού Πηλίου στην περιοχή του Τρίκερι βάσταξα η φλόγα της Επανάστασης ως το 1823. Μα έσβυσε από το φιλοτουρκισμό των κοτζαμπάσηδων και του ανώτερου Κλήρου.
Στην Εθνοσυνέλευση του 1823 και στη συνεδρίαση της 25 Μάη διαβάστηκε αναφορά σταλμένη απ’ τους πατριώτες του Πηλίου που μαζί με άλλα έλεγε και τόνιζε πως ο κοτζαμπάσης της Ζαγοράς Κασσαβέτης, της Δράκιας Λογοθέτης, του Κατωχωριού Στίβας, παρακινούσαν τους επαναστάτες Πηλιορείτες να παραδώσουν τα όπλα και να υποταχθούν. 
Κι’ επειδή οι πατριώτες δεν τους άκουσαν, οι προδότες αυτοί κατέβηκαν στο Κάστρο του Βόλου, οπλίστηκαν και μαζί με τους άλλους φιλότουρκους χτύπησαν τα επαναστατημένα χωριά. (βλ. Αρχεία Ελλην. Παλιγγενεσίας τ. 5΄. 45-46). 
Τον ίδιο καιρό και ο αρχηγός των Επαναστατών του Τρίκερι Καρατάσος έγραφε στην Ελληνική Κυβέρνηση :
«...Επειδή αυτοί (οι κοτζαμπάσηδες) ετυφλώθησαν και τους οφθαλμούς των εκάμμυσαν• και τι λέγω, βοήθειαν εις ημάς και δεν λέγω ζημίας φανεράς, όπου τα στρατηγήματα των εχθρών γίνονται δι’ αυτών, των Οθωμανοφρονούντων Θετταλομαγνήτων;» (Π ε ρ ρ α ι β ο ύ: Απομνημονεύματα, Β,18). 
Υπάρχουν όμως και άλλα κείμενα. Ένας πατριώτης απ’ τα χωριά του Πηλίου γράφει στον αδερφό του που ήταν στην επαναστατημένη Ελλάδα.
«… Όσοι των Ελλήνων εφωτίσθησαν απ’ το πνεύμα τού πατριωτισμού και της ελευθερίας, αυτοί καταφρονήσαντες τα πάντα άδραξαν προθύμως τα όπλα και εκινήθησαν ενάντια των Τούρκων... Όσοι έμειναν αφώτιστοι —απ’ τους προύχοντες— οι τοιούτοι ούτε όπλα έδραξαν, ούτε κανένα χρήσιμον έδειξαν εις το Γένος, αλλ’ ευρίσκονται εισέτι ραγιάδες με άκραν την ευχαρίστησιν τυραννούμενοι υπό του (τουρκικού) ζυγού. Οι τοιούτοι ωστόσο παρηγορούνται αναμεταξύ των με ταύτα τα λόγια: «Εμείς εκάμαμε καλά, όπου δεν εσηκωθήκαμεν να λάβωμεν όπλα, επειδή αύτη η δουλειά όπου έκαμαν οι Έλληνες δεν είναι καλή, αυτή είναι κλέφτικη και όχι βασιλική...»
Άλλος πάλι πηλιορείτης στιγμάτιζε τους κοτζαμπάσηδες του Πηλίου γράφοντας:
«...Σεις μερικοί πώς εξεπέσατε να γίνατε έσχατοι ; τους οποίους σας ήξευρα κατά τούτο ως πρώτους (νοικοκυραίους) όταν ήμην εις αυτά τα μέρη ακόμη. Τι δυστυχία μεγάλη. Οι υιοί των γελαδαρέων και αστών και γεωργών έτρεξαν ταχύτερον απ’ τους υιούς των πλουσίων και αρχόντων εις τούτο το μέγα δείπνον της κοινής ημών μητρός. Και αυτοί (οι φτωχοί) προσπαθούσαν να την βγάλωσι απ’ τον βόρβορον καί να την παστρέψωσι με το αίμα των. Δεν είδες συ ο ίδιος κάν οφθαλμοφανώς τοσούτους και τηλικούτους νέους και γέροντας να πολεμούν εν ανδρεία ψυχής και αγαλλιάσει με τους κυρίους σας Οθωμανούς εις τον κατά Τρίκερι πόλεμον; οι οποίοι ηφάνισαν (1) σχεδόν δύο χιλιάδας εχθρών ;...»
------------------
1. Τα παραπάνω κείμενα είναι χειρόγραφα και βρίσκονται στη χειρόγραφη Συλλογή: Ο ι κ ο ν ό μ ο υ Ι ω ά ν ν ο υ Λαρισαίου, που την κατέχει σήμερα ο γιατρός Γιάννης Αντωνιάδης.

Η Βιβλιοθήκη των Μηλεών και πάλι

$
0
0
Η ιστορική Βιβλιοθήκη το 1954 -πριν τους σεισμούς. 
Φωτογραφία επίσης του φίλτατου εκ Μηλεών γιατρού
και εξαίρετου φωτογράφου κ. Γκαβαρδίνα, (
Theodoros Gavardinas )
με μηχανη AGFA BILLY 6X9

Η Βιβλιοθήκη των Μηλεών (ΕΔΩ)και πάλι με το αρχικό κείμενο του Ζωσιμά Εσφιγμενίτη- που προτείνει να μαζευτούν (στο Βόλο) όλες οι βιβλιοθήκες των χωριών σε μια καινούρια βιβλιοθήκη...

[ Τη 5 του παρελθόντος μηνός Ιουλίου μεταβάς εις την Κωμόπολιν των Μηλεών επεσκέφθην και την βιβλιοθήκην αυτής• εισελθών δε εις την αίθουσαν της  βιβλιοθήκης και ατενίσας τους οφθαλμούς άνω των θυρών των δωματίων ανέγνων επί τινος  αυτών την επιγραφήν «Ψυχής Άκος» εισελθών δε εις το δωμάτιον είδον τα υπολειφθέντα και διαφυγόντα τας ιεροσύλους χείρας  βιβλία φύρδην μίγδην κείμενα.
Η βιβλιοθήκη, αύτη, ότε απέθανεν ο μακαρίτης Γρηγόριος Κωνσταντάς (1843 Αυγούστου 6) ηρίθμει, κατά το λέγειν των γινωσκόντων τα κατ’ αυτήν 7000 τόμους, ήδη δε μόλις αριθμεί 2500 (α) και ούτοι καθ’ εκάστην φθείρωνται, και μετ’ ου πολύ όταν το ετοιμόρροπον κατάστημα της βιβλιοθήκης καταρρεύση θ’ αφανισθώσι δι’ αρπαγής ή κλοπής και η βιβλιοθήκη αποσυντεθή εις τα εξ ων συνετέθη. Όθεν ευχής έργον είναι, καθ’ ημάς, αι κοινότητες της επαρχίας ημών Μηλεών, Ζαγοράς,  Αργαλαστής, Μακρυνίτσης και άλλαι αίτινες έχουσι μικράς βιβλιοβήκας συσκεφθώσι και αποκαταστήσωσι νόμιμον και καvovικήv βιβλιοθήκην εν Βολω, ως πρωτευούσης της επαρχίας, ήτις να είναι κατά τον νόμον προσιτή εις πάντα. Αν ήδη μένωσιν ως έχουσι σήμερον, ουδέν όφελος θα παρέχωσι «θησαυρός κεκαλυμμένος και σοφία κεκρυμμένη», λέγει τις Σοφός, ουδέν παρέχουσι, διότι εισίν απρόσιτοι. Αν τούτο κατορθωθή τη συνεργεία των κοινοτήτων και δημάρχωv της επαρχίας κα των διεπόντων αυτήν, τότε και άλλοι θα αφιερώσωσι τας ιδιωτικάς αυτών βιβλιοθήκας, ομοίως και εγώ αφιερώ την μικράν μου βιβλιοθήκην.
---------------------------
(α) Μεταξύ των εντύπων 2500 τόμων υπάρχουσι και πολλά χειρόγραφα και ανέκδοτα του παρελθόντος και του παρόντος αιώνος •προς τούτοις και αρκετή αλληλογραφία του αοιδίμου Κωνσταντά. Εκ των χειρογράφων τούτων  και εκ της αλληλογραφίας πολλά εισίν άξια μελέτης και δημοσιεύσεως, και επειδή η κοινότης Μηλεών αδυνατεί να δημοσιεύση αυτά ή λόγω οικονομίας ή λόγω αδιαφορίας και ασυμφωνίας των διεπόντων τα του δήμου, αν έχη την καλήν διάθεσιν, αναλαμβάνω εγώ την δημοσίευσιν αυτών εκ διαλειμμάτων […] Υπάρχουσι και εν τινι επισήμω οικία των Μηλεών διάφορα χειρόγραφα και βιβλίον τι πολυσέλιδον εις τέταρτον περιέχον εννέα ετών εμπορικήν αλληλογραφίαν καλώς τακτοποιημένην από του 1793 μέχρι του 1802 […]    εν πολλαίς των επιστολών αυτών είδον αναφερόμενα τα ονόματα του Α. Γαζή και του Γ. Κωνσταντά και είμαι βέβαιος ότι περιέχουσι πολλά τα ενδιαφέροντα […]
                                                       (ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Αύγουστος 1893, τεύχος ΝΒ΄)

Διαταγή του βοεβόδα Αργαλαστής στα 1880

$
0
0
Να και μια διαταγή που εκδόθηκε με εντολή του βοεβόδα Αργαλαστής Ισάντ Αγά, προς τους Λαυκιώτες στις 18-4-1800.
Τότε, επί τουρκοκρατίας, αυτοί που έδιναν διαταγές ήταν ο οθωμανός βοεβόδας και ο χριστιανός δεσπότης της κάθε περιοχής.
[ Ορισμός του ενδοξοτάτου Ισάνταγα βοεβόνδα μας. εις εσάς γέροντες και ραγιάδες λαύκου σας προστάζω κατά το έμηρι της βασιλείας και κατά την προσταγήν του υψηλοτάτου σολτάν κεχαγιασή εφέντη μας σας δίδω την είδησιν ότι τα πράματά σας γίδια και πρόβατα και αργελάδες άλογα να τα σηκώσετε από τον τόπον τον μπρομυριώτικον ομοίως και τα σερτικά να μην πηγαίνουν εις το(ν) μπρομυριώτικον τόπον να τζερέβουν. επειδή και είναι υψηλός ορισμός και διά τούτο σας δίδω μοαλέτι εις τρεις ημέρες να σηκωθούν τα πράγματα μόνον τα βόδια και μολάρια οπού κάμνουν ζευγάρι εκείνα να μείνουν. ύστερα από τρεις ημέρες όποια πράγματα μάθω πως δεν εσηκώθησαν τζεβάπι δεν μου δίδετε πενήντα γρόσια τζερεμέ και διακόσιες ξυλιές και στοχασθήτε καλά να μην ειπήτε ότι δεν ειξεύρετε. έτζι κάμετε καθώς σας προστάζω όχι άλλο : 18 απριλίου 1880.]
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
βοεβό(ν)δας=διοικητής.
έμπρι=διαταγή
σολτάν κεχαγιεσή=αυτοκρατορικός επιμελητής
σερτικά= άγρια, ατίθασα (; )
τζερέβουν= προξενούν αδικαιολόγητα ζημιές
μοαλέτι = προθεσμία
κάμνουν ζευγάρι = οργώνουν, αροτριούν.
 τζεβάπι= δικαιολογία
τζερεμές= πρόστιμο.
αργελάδες= αγέλες

-------------------------------------------------
(Αντιγραφή από το βιβλίο του καθηγητή Νικολάου Πανταζόπουλου, ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΤΤΑΛΟΜΑΓΝΗΣΙΑΝ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ, Θεσσ/νίκη 1967, σελ. 70.)
Viewing all 380 articles
Browse latest View live