Quantcast
Channel: ΑΝΩ ΛΕΧΩΝΙΑ - ΠΗΛΙΟ -
Viewing all 380 articles
Browse latest View live

1943: Η πυρπόληση Ζαγοράς και οι γυναίκες

$
0
0
Στην ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ της Αθήνας στα 1959 η δημοσιογράφος Καλλιόπη Πάντου έδωσε μια διάλεξη με θέμα« Γυναίκες της Θεσσαλίας και του Πηλίου». 
Αυτή η διάλεξη (όπως κι άλλες) τυπώθηκε στο φυλλάδιο που εικονίζεται δε 41 σελίδες την ίδια χρονιά. Είναι πράγματι μια εξαιρετική αναδρομή στη ζωή και την προσφορά των γυναικών του τόπου μας διαχρονικά. Εδώ θα δούμε μια σχετική ιστορία με την Κατοχή  στη Ζαγορά, που είναι τμήμα της ομιλίας: 
[...]  Στα σκοτεινά χρόνια της τελευταίας κατοχής έτυχε να γίνω αυτόπτης μάρτυς του ηρωισμού τών γυναικών τον Πηλίου. Τον χειμώνα του 1943, χειμώνα αλησμόνητο, ανελέητο, βαρύτατο και σκληρό έτυχε να βρίσκομαι στη Ζαγορά του Πηλίου. Κρύο, πείνα, σκλαβιά. Τα τρία αυτά δεινά της πατρίδας, όπως έλεγε κι ο παλιός ρωμαντικός ποιητής:
«έψαλλαν και τα τρία θανάτου μοιρολόγια
σε μια τονισμένα φρικώδη μουσική».
Στο Χορευτό της Ζαγοράς υπήρχε ένα Ιταλικό τάγμα και φύλαγε μην τυχόν κάνουν οι Άγγλοι απόβαση και πιάσουν τον αμαξιτό Χορευτού - Ζαγοράς - Βόλου.
Στις 25 του Γεννάρη του 1943 γινότανε ένας γάμος στην Περαχώρα της Ζαγοράς. Το χιόνι είχε σκεπάσει όλο το χωριό. Όλοι είχαν πάει στο γάμο, χόρευαν κι είχαν έλθει στο κέφι. Από μια ολότελα τυχαία κακότυχη σύμπτωση ένας Έλληνας ένοπλος, όχι Πηλιορείτης, σκότωσε ένα 'Ιταλό στρατιώτη. Ο ένοπλος Έλληνας συναντήθηκε τυχαία με τον Ιταλό στρατιώτη. Ο Ιταλός όταν είδε ξαφνικά μπροστά του τον ένοπλο αντάρτη σήκωσε το όπλο του να πυροβολήσει. Ο Έλληνας πρόφθασε και πυροβόλησε γρηγορώτερα και σκότωσε τον Ιταλό. Το χωριό δεν έφταιγε. Όταν είδε το νεκρό Ιταλό, οι κάτοικοι χάσανε την ψυχραιμία τους και προσπάθησαν να τον κρύψουν μέσα στο χιόνι. Αυτό είταν το πρώτο επεισόδιο, που έγινε στο Πήλιο. Αμέσως το τάγμα του Χορευτού και στρατός Ιταλικός απ’ το Βόλο με Ιταλό στρατηγό επί κεφαλής ήλθαν στη Ζαγορά.
Κάλεσαν όλον τον πληθυσμό, άνδρες, γυναίκες και παιδιά στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου οι Ιταλοί για να τους μιλήσει τάχα ο στρατηγός. 'Ανύποπτος ό κόσμος γέμισε την πλατεία.
Τότε έκλεισαν όλους τους άνδρες από 20 - 60 χρονών στο σχολείο κάπου 400 άνδρες και έδιωξαν τις γυναίκες, λέγοντας να πάνε να φέρουν φαγητό για τους άνδρες τους.
Οι Ιταλοί στρατιώτες άρχισαν αμέσως να λεηλατούν και να καινέ τα σπίτια της Περαχώρας.
Οι γυναίκες δεν τα έχασαν καθόλου. Με τις εμπρηστικές σκόνες, που έριχναν οι Ιταλοί έπαιρναν αμέσως φωτιά τα πελώρια αιωνόβια σπίτια της Ζαγοράς, γεμάτα λάδια, φουντούκια, καρύδια, αλεύρι, χόρτα για τα ζώα.
Οι γυναίκες όλες μαζί, μόλις έβλεπαν ένα σπίτι να παίρνει φωτιά έτρεχαν και το έσβηναν ρίχνοντας φτυαριές, φτυαριές το χιόνι πάνω στις φλόγες. Οι Ιταλοί τις έσπρωχναν, τις χτυπούσαν, τις έδιωχναν. Εκείνες, σαν θεριά, με τα μαλλιά τους σφικτά δεμένα με τα μαντήλια τους, για να μην πάρουν φωτιά υπερασπιζότανε τα σπίτια τους και τα νοικοκυρά τους. Οι δασκάλισσες τον χωριού και πολλές άλλες γυναίκες έπεσαν στα πόδια του Ιταλού στρατηγού και τον παρακαλούσαν να λυπηθεί το ανεύθυνο χωριό. Έτσι ό ηρωισμός και η αυτοθυσία των γυναικών έσωσε τη Ζαγορά και μόνο 80 σπίτια της Περαχώρας κάηκαν. Οι άμοιρες γυναίκες της Ζαγοράς, είδαν όλα τα μουλάρια τού χωριού να κουβαλούν στο Βόλο σαν πλιάτσικο τα κιλίμια τους, τα προικιά τους και τα ωραία υφαντά των Ζαγοριανών σπιτιών, που τα είχαν κάνει γενεές γυναικών με κόπο και δουλειά ασταμάτητη.
Οι 400 άνδρες ωδηγήθηκαν στις φυλακές τού Βόλου. Οκτώ από αυτούς τουφεκίσθηκαν, οι άλλοι απολύθηκαν ύστερα από μήνες.
Στο διάστημα αυτό οι γυναίκες της Ζαγοράς εργάσθηκαν ηρωικά στα κτήματα, για να θρέψουν τα παιδιά και τους φυλακισμένους άνδρες τους. Πεζοπορούσαν ώρες, να πάνε στο Βόλο, κουβαλώντας ψωμί και τρόφιμα στους φυλακισμένους. Νύχτα μέρα δούλευαν οι γυναίκες μόνες στα κτήματα. Πολλές φορές οι άμοιρες σκελετωμένες γυναίκες έπεφταν λιπόθυμες απ'την πείνα, γιατί το λίγο ψωμί πού εξοικονομούσαν προσπαθούσαν να το κρύψουν για τα παιδιά τους και για τούς φυλακισμένους άνδρες τους. Αυτής περνούσαν με λίγα χόρτα, λίγα χαμοκέρασα και λίγα τρυφερά βλαστάρια φτέρης, που τα τηγάνιζαν, για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Ηρωικές γυναικείες μορφές! Διερωτώμαι αλήθεια: Γιατί τα γυναικεία σωματεία της Ελλάδας δεν ύψωσαν κάποιο μνημείο εις μνήμην της σκελετωμένης και πεινασμένης Ελληνίδας γυναίκας, πού γύριζε στην κατοχή σ'όλους τούς δρόμους της Ελλάδας, για να εξοικονομήσει κάτι για το σπιτικό της, για τα παιδιά της, για τον άντρα της;
Μετά το κάψιμο τις Ζαγοράς, το Ιταλικό στρατηγείο διέταξε ν'αδειάσει όλο το χωριό.
Και οι Ζαγοριανοί σκόρπισαν όπου μπόρεσαν στα γειτονικά χωριά, κουβαλώντας μαζύ τους τρόφιμα, ρούχα, και ότι άλλο μπορούσαν.

Έτσι μερικοί Ζαγοριανοί κάτοικοι Αθηνών βρεθήκαμε στο Τρίκκερι, περιμένοντας εκεί άδεια των Ιταλικών αρχών του Βόλου να πάμε στην Αθήνα [...]
(Αντιγραφή σε μονοτονικό από τις σελ. 33-35)

Τρικεριώτισσες το 1943

$
0
0
Ζωγραφική του Τάσσου (Αλεβίζου) 
[Εξώφυλλο από το Ημερολόγιο της ΑΓΕΤ -1986 ]
Τρικεριώτισσες γυναίκες σε αποστολή(*) …
[...] Μερικοί Ζαγοριανοί κάτοικοι Αθηνών βρεθήκαμε στο Τρίκκερι, περιμένοντας εκεί άδεια των Ιταλικών αρχών του Βόλου να πάμε στην Αθήνα.
Έτυχε έτσι και πάλι να βρεθώ αυτόπτης μάρτυς μιας άλλης ηρωικής θυσίας γυναικών, που αξίζει να την αναφέρω εδώ.
Είταν πια άνοιξη του 1943. Οι Γερμανοί είχαν καταλάβει ότι έχαναν τον πόλεμο. Οι Ιταλοί είχαν κουρασθή. Οι Γερμανοί κυριολεκτικά είχαν λυσσάξει. Νύχτα μέρα οι καταδιώξεις τους, τα εξωπλισμένα ελληνικά καΐκια, που είχαν επιτάξει, γύριζαν παντού κι’ έπιαναν όποιο βαρκάκι και καϊκάκι έβλεπαν. Οι Άγγλοι τους κυνηγούσαν στη θάλασσα, στη στεριά, στον αέρα.
Οι Γερμανοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κόψουν την επικοινωνία διά θαλάσσης με το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και με το εν Ελλάδι αρχηγείον των αγωνιστών της Αντιστάσεως. Μια νύχτα ήρθε κρυφά στο Τρίκκερι απ’ την απέναντι στεριά της Φθιωτιδοφωκίδος μια μεγάλη ψαρόβαρκα. Μέσα στ’ αμπάρι της με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους είταν κρυμμένοι ένας Άγγλος αξιωματικός και δύο Έλληνες στρατιωτικοί. Στο Τρίκκερι δεν υπήρχε ούτε Ιταλική ούτε Γερμανική φρουρά, ούτε αντάρτες. Είταν πολύ απομονωμένο το χωριό.
Ο Άγγλος και οι δύο Έλληνες κάλεσαν τους κατοίκους όλους και είπαν, ότι είταν ανάγκη πάση θυσία να μεταφερθή μια διαταγή με μια βάρκα απ’ το Τρίκκερι στον μυχό του Παγασητικού, στο αντικρυνό λιμανάκι, στο Χόρτο, επίνειο της Αργαλαστής. Είταν μια επείγουσα εμπιστευτική διαταγή προς το αρχηγείο της Αντιστάσεως στον εκεί Άγγλο σύνδεσμο, που βρισκότανε κάπου στο Μαυροβούνι. Είχαν πληροφορίες, ότι μια Γερμανική νηοπομπή με εφόδια για το στρατό του Ρόμμελ θα περνούσε κοντά στο Ανατολικό Πήλιο. Είταν ανάγκη, οπωσδήποτε, να ειδοποιηθή το Αγγλικό ναυτικό. Η επικοινωνία με το Πήλιο-Μαυροβούνι είχε κοπή από την Στερεά Ελλάδα. Η Αγγλική αντικατασκοπεία δεν κατόρθωσε να συνδέσει την επικοινωνία. Πάση θυσία έπρεπε μια παληά ψαράδικη βάρκα να διασχίσει τον Παγασητικό 4 ώρες με κουπί ή με πανί και να πάει να παραδώσει την εμπιστευτική διαταγή σε κάποιον Έλληνα στο Χόρτο, που θα φρόντιζε να την στείλει στον Άγγλο σύνδεσμο. Το ταξείδι αυτό είταν κίνδυνος θάνατος. Οι εξαγριωμένοι Γερμανοί δεν άφηναν βαρκάκι να ξεμυτίσει χωρίς άδεια του Γερμανού λιμεναρχείου του Βόλου. Είταν τέτοιος ο εθνικός παλμός της εποχής εκείνης, ώστε προς τιμήν των Τρικκέρων λέγω, ότι πολλοί νέοι και μεσόκοποι άνδρες, θαλασσινοί δοκιμασμένοι δέχθηκαν να πάνε άφοβα τη διαταγή. Ξαφνικά δυο γρηές γυναίκες στα εβδομήντα τους χρόνια κι’ ένας γέρος απόμαχος καπετάνιος παρουσιάστηκαν στον Αγγλο καί στούς "Ελληνας στρατιωτικούς καί είπαν:
- Θα πάμε εμείς. Γιατί να χαθεί κανένας νέος; Είναι κρίμα. Εμείς το ψωμί μας το φάγαμε. Δεν είναι ζημιά να πεθάνουμε. Τιμή μας να πεθάνουμε για την πατρίδα. Άμα δούνε γρηές γυναίκες, δεν θα υποπτευθούν οι Γερμανοί.
- Μα, μπορείτε να τραβάτε κουπί τόσες ώρες; είπε ο ένας Έλληνας στρατιωτικός. Είναι τέσσερις ώρες.
- Θα τραβήξω εγώ πρώτα, είπε ο γέρος, κι ύστερα κι οι γυναίκες. Η Ασημώ είχε άντρα ψαρά και ξέρει. Κι η Γαρουφαλιά το ίδιο.
- Αν σάς πιάσουν οι Γερμανοί;
- Θάχουμε πέτρα δεμένη μέσα σ’ ένα κουτί με τη διαταγή και θα τη φουντάρουμε να μην τη βρούνε. Εμάς !... Αϊ !... έκανε ό γέρος. Καλή ψυχή, αν μας πιάσουν. Θα πάρουμε μαζί μας κεριά, λάδι, λιβάνι, λειτουργιά και θα πούμε πώς θα πάμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια στο μοναστήρι της Πρασούδας. Πρασούδα είναι ένα μικρό ερημονήσι στο μυχό του Παγασητικού, που έχει ένα πανάρχαιο Βυζαντινό μοναστήρι 700 χρονών.
Ο Άγγλος παρακολουθούσε τη ζωηρή συζήτηση των γέρων και ρώτησε τι θέλουν οι δυο γρηές χωρικές με τα γραφικά Τρικκεριώτικα φουστάνια τους. Ο Έλληνας του εξήγησε, ότι θέλουν να πάνε τη διαταγή. Ο Αγγλος τάχασε, όταν μάλιστα ο γέρος είπε αποφασιστικά:
- Φέρτε τη διαταγή, να φεύγουμε, να μην αργούμε. Θα πάμε εμείς ! Όταν την πήρε, την έδωσε στη μια γρηά κι’ εκείνη την έκρυψε βαθειά στη φόδρα της φαρδειάς της φούστας. Υστέρα ετοιμάσθηκαν οι τρεις γέροι, μεταλάβανε πανηγυρικά στην εκκλησία του χωριού, γιατί πήγαιναν ίσως στο θάνατο κι’ έφυγαν περήφανοι και στητοί με τη φλόγα της θυσίας στα γέρικα μάτια τους. Ο Άγγλος όταν τούς αποχαιρέτησε, στάθηκε προσοχή στητός, με το χέρι στο γείσο του πηληκίου του, σαν να χαιρετούσε σημαία. Ένοιωσε τη μεγάλη θυσία των τριών γέρων, για τη λευθεριά. Πολλές φορές και στην Κύπρο θα αισθάνθηκαν την ανάγκη οι Άγγλοι να σταθούν προσοχή μπροστά στον ηρωισμό των γυναικών της Κύπρου.
Κι’ έτσι στάθηκε προσοχή ο Άγγλος ως τη στιγμή, που κατηφόρισαν για το λιμανάκι του χωριού οι τρεις γέροι. Το χωριό ολόκληρο με τον παπά τους ξεπροβόδισαν και χωρίς κανείς να διατάξει, χωρίς κανείς να πει τίποτε, όλοι μαζύ άρχισαν να τραγουδούν σε στάση προσοχής: 
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη 
των Ελλήνων τα ιερά.» 
Κι’ ο Άγγλος πάντα στεκότανε προσοχή, όσο, που χάθηκε στο μονοπάτι η ηρωική τριάς.
Οι γέροι τελείωσαν ηρωϊκώτατα την αποστολή τους. Σε λίγες μέρες οι Άγγλοι τορπίλλισαν κοντά στο Πουρί της Ζαγοράς ένα πλοίο Γερμανικό 9.000 τόνων γεμάτο στρατιωτικά εφόδια. Απ’ αυτό το ναυαγισμένο πλοίο άρπαξαν σχεδόν τα πάντα οι γύρω Έλληνες ψαράδες και θαλασσινοί. Ένα άλλο πλοίο γεμάτο βαρέλια μαζούτ ο Γερμανός πλοίαρχος τώριξε στην αμμουδιά του Χορευτού, για να γλυτώσει τον τορπιλλισμό. Ένα άλλο μεγάλο καράβι τσακίστηκε και σκόρπισε στης Αρχόντως το βράχο. Και γέμισαν τα χωριά μεταξωτά αλεξίπτωτα και μπότες γερμανικές και ένα σωρό άλλα πράγματα, που όλοι έπαιρναν γελώντας, απ’ τα ναυαγισμένα καράβια.
Οι δυο ηρωικές γρηές γυρίσανε και πιάσανε τη ρόκα τους ταπεινές και σεμνές και διηγιόντουσαν απλά το μεγάλο τους κατόρθωμα, σαν νάτανε κάτι απλό.
Τώρα κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο κάτω απ’ την ελεύθερη ελληνική γη και τους ταιριάζει το δοξασμένο επιτάφιο επίγραμμα με μια προσθήκη, που ασφαλώς οι μεγάλοι μας πρόγονοι θα μου επέτρεπαν να προσθέσω:
«Ανδρών και γυναικών 
επιφανών, πάσα γη, τάφος»]
------------------------------------------------
(*) Απόσπασμα από τη διάλεξη της Καλλιόπης Πάντου με θέμα «Γυναίκες της Θεσσαλίας και του Πηλίου» στην ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ- Αθήνα 1959.
(Αντιγραφή σε μονοτονικό. Σελ. 35-37). 

2 Νοεμβρίου 1881

$
0
0
Στις 2 Νοεμβρίου 1881 η Θεσσαλία (μαζί ο Βόλος και το Πήλιο) απελευθερώθηκαν από τους Τούρκους και ενσωματώθηκαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Αυτό το γεγονός γιορτάστηκε δεόντως στο Βόλο με την είσοδο του στρατού και τον ερχομό ελληνικών πλοίων στο λιμάνι του. Τότε μια ομάδα-αντιπροσωπεία των «Εν Κωνσταντινουπόλει Θετταλομαγνήτων» έφερε μια σημαία δώρο στους Βολιώτες που εκπροσωπούνταν πια από το βασιλιά- αρχηγό του ελληνικού κράτους.. 

Ας δούμε το υπέροχο κείμενο παρουσίασης αυτής της σημαίας από την εφημερίδα ΝΕΟΛΟΓΟΣ της Κων/πολης 4/16-11-1881:
[…] Η σημαία αύτη ην αληθές αριστοτέχνημα εκτός της υλικής αυτής αξίας ανερχομένης εις τετρακισχίλια περίπου φράγκα φιλοτίμως καταβληθέντα υπό των εν Κων/πόλει Θετταλομαγνήτων, ην αφ’ ενός μεν επί κυανού, αφ’ ετέρου δε επί λευκού ολοσηρικού. Και μεν επί του κυανού λευκός επεφαίνετο σταυρός εκατέρωθεν δε τούτου χρυσοίς ήσαν κεντημένα γράμμασι τα επόμενα: Ζήτω το έθνος. Ζήτω η ένωσις. Τω βασιλεί των Ελλήνων Γεωργίω τω Α΄. Οι εν Κωνσταντινουπόλει παρεπιδημούντες Θεσσαλοί, οι Μάγνητες. 
Επί δε του λευκού λαμπρώς και αριστοτεχνικώς ην εξυφασμένη η Αργώ στεφανηφόρον φέρουσα τον της Ιωλκού ήρωα και ηγεμόνα του αργοναυτικού πλου Ιάσονα και παρ΄αυτώ τους συνοδεύσαντες αυτόν ήρωας. 
Εξήρτητο δε η πολύτιμος αύτη σημαία εξ ιστού όλου εξ αργύρου, εφ’ ου ίστατο αργυρούν αγαλμάτιον, παριστάνον την Θεσσαλίαν λύουσαν τας αλύσσεις κάτωθι δε τούτου ήσαν γεγλυμέναι αι λέξεις: Η ελευθερούμενη Θεσσαλία, 2 Νοεμβρίου 1881. […]
 

---------------------------------------------------------------------------
Οι δύο πλευρες της σημαίας των «Εν Κωνσταντινουπόλει Θετταλομαγνήτων»…
(Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, Αθήνα)

Ανατ. Πήλιο- Αποκλεισμός 1916

$
0
0
soldiers and children in volos 1917-ED
Γάλλοι στρατιώτες και παιδιά στο Βόλο στα 1917
(Πηγή: volosmagnisia.wordpress.com)

Βρισκόμαστε ακριβώς εκατό χρόνια πριν.
Η Ελλάδα χωρισμένη στα δύο (Εθνικός Διχασμός) με το «κράτος των Αθηνών» που διοικούταν και υποστήριζε το βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ και τμήμα του ήταν και η Μαγνησία και το «κράτος της Θεσσαλονίκης-Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης» που δημιουργήθηκε από τον Ελ. Βενιζέλο κλπ.
Τότε για στήριξη του βασιλιά δημιουργήθηκε ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων (Π.Σ.Ε.) οι γνωστοί «Επίστρατοι». Αυτοί  (οι απολυθέντες στρατεύσιμοι) οργανώθηκαν από τον γνωστό Ιωάν. Μεταξά και αποτέλεσαν μαζική πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα κατά των φιλελεύθερων, της ξένης επέμβασης και της εισδοχής στον πόλεμο. Το κίνημα δραστηριοποιόταν  από το 1916 έως τη διάλυσή του (μέσα από τους όρους της Αντάντ) το 1917. Ωστόσο ως παρακρατικοί η δράση τους συνεχίστηκε μέχρι το 1920, όταν ξαναήρθαν στην εξουσία οι βασιλικοί.
Αυτοί μαζί με τους κατά τόπους Αρχιερείς (όπως και στις 14/12/1916 στο Βόλο με το δεσπότη Γερμανό στην πλατεία Στρατώνων-Ρήγα Φεραίου, αλλά και σ’ όλα τα πηλιορείτικα χωριά) οργάνωσαν και τα γνωστά «αναθέματα» του Ελ.Βενιζέλου!
Το Νοέμβριο του 1916 οι Σύμμαχοι θέλοντας να πάρουν τον έλεγχο του «κράτους των Αθηνών» απόκλεισαν τον Πειραιά και βομβάρδισαν την Αθήνα. Αποβίβασαν στην Αθήνα μικρή στρατιωτική δύναμη που συγκρούστηκε με τους επίστρατους. Οι ένοπλες συγκρούσεις μείνανε στην ιστορία ως «Νοεμβριανά». Ωστόσο οι Αγγλογάλλοι σύμμαχοι, κάνοντας «αποκλεισμό» στα νησιά και στα λιμάνια της Ελλάδας, ανάγκασαν το βασιλιά να παραιτηθεί. Ο λαός υπέφερε από την πείνα και τη στέρηση αγαθών. Ο Βόλος και τα χωριά του Πηλίου ήταν σε δύσκολη κατάσταση. Παρόλα αυτά η «πίστη» στο βασιλιά ήταν μεγάλη. (Από τότε έμεινε η ρήση «ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά»)
Βέβαια σε λίγους μήνες με την επικράτηση των Συμμάχων και του Βενιζέλου σε πολιτικό επίπεδο τα πράγματα προς στιγμήν άλλαξαν. Ο Βενιζέλος άρχισε τις διώξεις των αντιθέτων ως αντίποινα σ’ αυτά που έπαθαν οι δικοί του από τους επίστρατους και τους βασιλικούς κι η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο. Τότε όλος ο κόσμος που πριν τον αναθεμάτιζε, έγινε …βενιζελικός!  
Τις μέρες του «αποκλεισμού» στον τόπο μας συνέβη ένα γεγονός που γράφτηκε στις εφημερίδες της εποχής κι έχει σχέση με τους επίστρατους του Ανατολικού Πηλίου.
Ας δούμε την καταχώρηση στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ της 17-12-1916:
[…] το συμμαχικόν, το οποίον προσήγγισε εις τον όρμον της Τσαγκαράδος απεβίβασε δύο Γάλλους και ένα πολίτην. Περίπολος επιστράτων αντελήφθη αυτούς οίτινες και επυροβόλησαν.[…] Εν τω μεταξύ διά κωδωνοκρουσιών εγένετο εις την κωμόπολιν συναγερμός όλων των επιστράτων, αλλά τότε οι επιβιβασθέντες επανήλθον [..] το συμμαχικόν απεμακρύνθη αμέσως.
Λίγες μέρες μετά στις 20-12-1916 δημοσιεύτηκε επιστολή του Αποστ. Βαϊνόπουλου, που επιβεβαίωνε την είδηση:
[…] Εις τας 15 τρέχοντος επισκέφθη τον όρμον Δαμουχάρεως έν Γαλλικόν τορπιλλοβόλον και εξήλθεν εις την παραλίαν είς πλωτάρχης μετά δύο ναυτών. Πάντες κατελήφθημεν υπό φόβου τον οποίον ενέσπειρεν η κυρία τελωνοφύλακος μετα του συζύγου της.
Κατόπιν εγώ ειδοποίησα τους επιστράτους Μουρεσίου δι’ αντιπροσώπου, ως και ο κύριος Μαραγιάννης τους επιστράτους Τσαγκαράδος.  Τους επλησίασα εις την παραλίαν ακολουθούμενος υπό των συναδέλφων μου εμπόρων Αποστ. Κουνινή και Παναγ. Ρηγοπούλου και του ναύτου Αθ. Γιαννουλάκη.
Ηρώτησα τον εν λόγω πλωτάρχην εις τι αποβλέπει η επίσκεψίς του. Μοι απήντησεν, ότι θέλει να αγοράση ψάρια… Του είπον: «Πώς δυνάμεθα να αλιεύσωμεν, αού μας έχετε αποκλεισμένους». Κατόπιν ήλθον πάντες οι εν Δαμουχάρι ευρισκόμενοι, περί τους είκοσι (πλην του τελωνοφύλακος). Τότε ηρώτησεν ο Γάλλος αποτεινόμενος εις τους συναθροισθέντας ελληνιστί:
-Γκουναρικοί; Γκουναρικοί;
Του απήντησα δε εγώ γαλλιστί, ότι σήμερον εθνικόφρονες και φιλελεύθεροι δεν υπάρχουν αλλ’ όλοι είμεθα μιάς γνώμης υπό την αρχηγίαν του αγαπητού μας Βασιλέως Κωνσταντίνου. Τα εδέχθη μετά μειδιάματος και μας είπεν ότι εντός 15 ημερών ο Βασιλεύς θα κηρύξη τον πόλεμον κατά της Αντάντ.
Του είπα ότι αυτά είναι φαντασίαι και ραδιουργίαι του Βενιζέλου και άλλα πολλά επιχειρήματα.
Κατόπιν τον εκάλεσα εις το κατάστημά μουκαι εδέχθη έν κύπελλον καφέ οθωμανικού, όπερ και εγένετο.
Τότε επενέλαβε τας προπαγανδιστικάς τους ομιλίας κλπ ότι θα υποφέρωμεν από την πείναν εξ αιτίας του βασιλέως μας κτλ.
Τότε εγώ του παρουσίασα μέλανα άρτον εκ κριθής και του λέγω ότι ευρίσκομαι με περιουσίαν άνω των 200 χιλ. δραχμών και εν τούτοις τρώγω εγώ και η οικογένειά μου ευχαρίστως αυτόν τον άρτον, αλλά να γογγίζω κατά του Άνακτος, όχι. Επίσης και οι παρευρισκόμενοι τρώγουν άρτον κριθής, άλλοι εξ αραβοσίτου, αλλ’ ουδείς γογγίζει κατά του Βασιλέως. Έχομεν άφθονα γεώμηλα εις τας αποθήκας μας και εσπείραμεν γεώμηλα χειμερινής εσοδείας, ώστε η πείνα δεν μας φοβερίζει. Και ταύτα εδέχθη μετά μειδιάματος.
Τότε μου λέγει: Ο Βασιλεύς σας μας ηπάτησε την 18ηνΝοεμβρίου υπεσχεθείς εις ημάς δι’ επιστολής του την οποίαν κρατούμεν, την παράδοσιν των όπλων και κατόπιν μας επετέθη και μας εφόνευσε 50 Γάλλους.
Του απάντησα ότι σας εδόθη αρνητική νότα εν τη οποία εδηλούτο η θέλησις του λαού, ώστε σεις δεν έπρεπε να βαδίσητε  κλπ.
Τότε εγερθείς λέγει: σας βεβαιώ κύριε, ότι εντός ολίγου χρόνου θα κατέλθουν εκ Θεσσαλονίκης 300 χιλιάδες στρατού, αίτινες θα βαδίσουν κατά των Αθηνών προς εκθρόνισιν του Βασιλέως σας.
Τότε του απάντησα ειλικρινώς: «Κύριε κυβερνήτα. Σας βεβαιώ, ότι ο στρατός, τον οποίον έχει από την ουδετέραν ζώνην  μέχρι του Ταινάρου, ως και ο μάχιμος πληθυσμός της Ελλάδος, είμεθα έτοιμοι να πέσωμεν εις έν Του νεύμα».
Τότε μοι λέγει ο Γάλλος διά τελευταίαν φοράν: «Σας βεβαιώ, ότι θα τον εύρητε φονευμένον ή εις κανένα δένδρον κρεμασμένον». Και απήλθεν άνευ χειραψίας […]

Έτσι έληξε το «επεισόδιο» στην Νταμούχαρη. 
Η πείνα ήρθε, ο πληθυσμός του Πηλίου πέθαινε, ο βασιλιάς αντικαταστάθηκε, οι Γάλλοι ήρθαν στο Βόλο, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο...
Δείχνει όμως (μετά έναν αιώνα) το μέγεθος του πάθους(;) των συμπατριωτών μας για το βασιλιά εκείνες τις μέρες, αφού λίγο καιρό μετά …άλλαξε και λίγα χρόνια το 1920 …ξανάλλαξε! 
Επίσης, δείχνει και τη διαχρονική «αγάπη» των Συμμάχων. Αυτή δεν αλλάζει…

Περί της Μαγνησίας

$
0
0
Το βιβλίο ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ  - ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ του ΜΕΛΕΤΙΟΥ (Μήτρου) Μητροπολίτη αρχικά Ναυπάκτου-Άρτης και μετέπειτα Αθηνών (Ιωάννινα 1661- Κων-πολη 1714) εκδόθηκε αρχικά από τον Νικόλαο Γλυκύ στα 1728.
Στα 1807 ο Μηλιώτης Άνθιμος Γαζής την επανέκδωσε με συμπληρώσεις, επίσης στη Βενετία και στο τυπογραφείο Πάνου Θεοδοσίου του εξ Ιωαννίνων.  Στον υπότιτλο γράφει:
Σήμερα θα δούμε τη "σημείωση"του Ανθ. Γαζή που αναφέρεται στη Μαγνησία και το Πήλιο (Β΄τόμος):

Πήλιο: «Το παραμυθένιο βουνό»

$
0
0
Ένα πανέμορφο κείμενο του γνωστού πηλιορείτη λογοτέχνη Σταύρου Βασαρδάνη, αντιγραφή (σε μονοτονικό) από την περιοδική έκδοση (που έβγαινε από το Καλλιτεχνικό και Πνευματικό Εντευκτήριο) «κείμενα του βόλου», τχ.1, 1976, σελ.65-66. 

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΟ ΒΟΥΝΟ
Το Πήλιο δημιουργήθηκε από εγκατακρημνίσεις της τριτογενούς εποχής, τη γεωλογική περίοδο της ορογεννέσεως, και κλείνει την εύφορη πεδιάδα τής Θεσσαλίας από το Ανατολικό Αιγαίο. Υψόμετρο 1612 μέτρα. Στα μυθικά χρόνια κατοικούσαν το Πήλιο θεοί, Κένταυροι, ήρωες και Νηρηίδες.
 Ήτανε το βουνό των Κενταύρων. Στα ιστορικά το κατοικούσε η φυλή των Μαγνήτων που έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με σαράντα καράβια και βασιλιά τον Πρόθοο. Στην Βυζαντινήν εποχή ήρθανε καλόγεροι και χτίσαν μοναστήρια και δεν πολεμούσαν, μόνο δοξολογούσαν όρθρο και εσπερινό τον Κύριο, για την τόση ομορφιά που είχε σκορπίσει με απλοχεριά στο βουνό.
Σήμερα κατοικείται από είκοσι τέσσερα χωριά, το ένα πιο ωραίο απ’ το άλλο. Έχει να οδικό κύκλωμα που περνάει μέσα από τοπία παραμυθένιας ομορφιάς, μήκους 160 χιλιομέτρων και πολλά ξενοδοχεία, σε μαγευτικές τοποθεσίες. Ο Τουρισμός εισέβαλλε με ορμή στο παραμυθένιο βουνό. Έγινε «τουριστικόν όρος».
Το Πήλιον πλημμυρίζει το καλοκαίρι από μωβ ορτανσίες... Η ζωή των ανθρώπων στα χωριά είναι πολύ απλή. Καλλιεργούν την άνοιξη τους κήπους με το τσαπί και ακούν τ’ αηδόνια που κελαϊδούν, χιλιάδες, μέσ’ στις ρεματιές. Το φθινόπωρο μαζεύουν τα κάστανα και τα μήλα τούς... Τον χειμώνα κάθονται στο τζάκι, πίνουν το μαύρο κρασί του τόπου «φράουλα» και κάνουν παιδιά. Οι αρχαίοι Μάγνητες που κατοικούσαν το Πήλιο στην Ομηρική εποχή ζούσαν την ίδια ζωή.
Το φθινόπωρο έρχονται στο Πήλιο οι έμποροι... Είναι σοβαροί και ακατάδεχτοι και ντυμένοι με καινούργια ρούχα. Αγοράζουν τα μήλα και τα κάστανα συγκαταβατικά... μια δραχμή το κιλό! Γι’ αυτό οι άνθρωποι στο Πήλιο είναι πολύ φτωχοί και θυμώνουν εύκολα. Θάβουν τους νεκρούς- σε μαγευτικές τοποθεσίες κοντά σε εκκλησάκια, εν τόπω χλοερώ, όπου πραγματικά οι ψυχές αναπαύονται και όπου τ’ αηδόνια κελαϊδούν χιλιάδες μέσ’ στις ρεματιές. Εκεί, δεν υπάρχει πόνος ουδέ στεναγμός, καθώς υπήρχε στην επίγεια ζωή τους.
Το Πήλιο έχει πολλές εκκλησιές με ωραία χρυσοποίκιλτα σκαλιστά τέμπλα μεταβυζαντινής εποχής και τοιχογραφίες, αληθινά αριστουργήματα λαϊκής τέχνης. Τις έχτισαν οι άρχοντες του Πηλίου στα παληά καλά χρόνια, για να μπορούν οι ευσεβείς χωρικοί να δοξάζουν τον Κύριο για τα ελέη του, καθώς ταιριάζει σε ανθρώπους θεοσεβούμενους. Οι χωρικοί είναι ευσεβείς και το ξέρουν πολύ καλά πώς τα χείλη των ασεβών μένουν πάντοτε άλαλα.
Το Πήλιο όταν το περνάς με αυτοκίνητο, άνοιξη ή καλοκαίρι, είναι ένας μικρός παράδεισος. Οι ντόπιοι βέβαια που μένουν μονίμως στο Πήλιο, δεν πολυχαίρονται τις παραδεισιακές ομορφιές του.
Οι μόνιμοι κάτοικοι ενός παραδείσου, ακόμη και του αληθινού -οι άγγελοι- είναι σχεδόν βέβαιον, πως δεν θα περιέγραφαν με τον ενθουσιασμό των νεοφερμένων «ενάρετων» νεκρών, τον Παράδεισό τους.
Οι τουρίστες όμως απολαμβάνουν τον επίγειο αυτό παράδεισο με όλη την ψυχή τους. Το μυστικό άλλωστε για ν’ απολαύσης τέλεια την Ομορφιά είναι να μη μείνης μονίμως κοντά της.
Στο Πήλιο ημπορείς να ιδής πολύ Θεόφιλο, τον ξακουστό αυτόν λαϊκό ζωγράφο, που έχει γεμίσει τους τοίχους των καφενείων, των φούρνων και των αρχοντικών τού Πηλίου με τις ζωγραφιές του. Ο Θεόφιλος ήταν κι αυτός πειναλέος, ζωγράφιζε αντί πινακίου φασουλάδας. Κι όταν ζωγράφιζε τους ξακουστούς «Ήρωές» του, δεν ήτανε πάντα σίγουρος σε ποιον ήρωα θα κατέληγε. Σ’ εκείνους που τον ρωτούσαν «ποιον ήρωα ζωγραφίζεις τώρα, Θεόφιλε» απαντούσε αγέρωχα: «Ακόμα δεν ξέρω. Το μουστάκ'θα το δείξη!». Εννοώντας πως από το σχήμα τού μουστακιού θα ώνομαζε τον ήρωά του!
Ο Θεόφιλος πέθανε φτωχός  Σήμερα πίνακές του βρίσκονται στο Λούβρο, και θεωρείται μεγάλος ζωγράφος. Τον ανακάλυψε κάποιος διάσημος ξένος κριτικός  όταν είχε πια πεθάνει  από πείνα!
Αν είσαι μεγαλοφυΐα και επιθυμείς να αναγνωρισθής, είναι ανάγκη να πεθάνης το ταχύτερον. Ζωντανόν, κανείς δεν πρόκειται να σε άναγνωρίση.
Ένας «μεγάλος» ζωντανός είναι πολύ πιο επικίνδυνος από έναν «μεγάλον» πεθαμένον. Οι κριτικοί το ξέρουν αυτό καλά.
Το Πήλιο είναι ένα βουνό με παραμυθένια ομορφιά. Γι’ αυτό στα μυθικά χρόνια το κατοικούσαν Νεράιδες, Θεοί και Κένταυροι. Σήμερα το κατοικούν απλοί άνθρωποι που είναι φτωχοί και θυμώνουν εύκολα. Καλλιεργούν τους κήπους την άνοιξη και ακούν τ’ αηδόνια της ρεματιάς. Το χειμώνα κάθονται στο τζάκι, πίνουν μαύρο κρασί «φράουλα» και κάνουν παιδιά. Τους νεκρούς τους βάζουν σε μαγευτικές τοποθεσίες…  Κοντά σε εκκλησάκια όπου δεν υπάρχει πόνος ουδέ στεναγμός.
Το καλοκαίρι, το Πήλιο πλημμυρίζει από μωβ ορτανσίες και χιλιάδες τουρίστες.
                                                                              (κείμενα του βόλου, τχ. 1, 1976)

Η κωμόπολις Κισσός

$
0
0
Μόλις απελευθερώθηκε- προσαρτήθηκε η Θεσσαλία και η Μαγνησία έγινε «ελληνικό», τα περιοδικά και οι εφημερίδες της εποχής ήταν γεμάτα από σχετικά άρθρα-καταχωρήσεις. Έτσι και ο ΕΣΠΕΡΟΣ της Λειψίας, στο τεύχος 26, της 15/27 Μαΐου 1882. Ένα κείμενο και μια «φωτογραφία» που δημοσίευσε ο Ι. Λαδόπουλος, αναφέρονται και στον Κισσό:

« Ο ΚΙΣΣΟΣ κωμόπολις εν Θεσσαλία
Η εικών αύτη παρίστησι τον Κισσόν, κωμόπολιν περί το Πήλιον, της οποίας η θέσις είναι γραφικωτάτη. Ως εν τη εικόνι παρίσταται, ο Κισσός είναι πλήρης δένδρων καρποφόρων και αγρίων, εν αφθονία πεφυτευμένων εις την ωραίαν αυτήν τοποθεσίαν, και εν μέσω των υπερηφάνων αυτών δένδρων είναι εκτισμέναι αι οικίαι της κωμοπόλεως, συνήθως απαντά το τοιούτον εις όλας τας περί το Πήλιον κωμοπόλεις.
Ο Κισσός κείται εις τους ανατολικούς πρόποδας του πηλίου όρους, και απέχει από μεν της θαλάσσης ημίσειαν περίπου ώραν, από του προς δυσμάς κειμένου Βώλου απέχει ώρας πέντε, από δε της Ζαγοράς μίαν και ημίσειαν ώραν.

Ο Κισσός έχει περί τας τριακοσίας οικίας, και κατοικείται υπό χιλίων πεντακοσίων ψυχών, η εκ της θαλάσσης δε άποψις αυτού είναι τόσον ωραία και γραφική, ώστε είναι ανέκφραστον το ποιητικόν και υπερήφανον της τοποθεσίας όπερ δεν είναι δυνατόν να παρασταθή διά της εικόνος ως δει, προ πάντων δε ένεκεν της αφθονίας των δενδροφυτειών, εντός των οποίων κείνται αι ωραίαι οικίαι αφανώς.» 

Αριστείδης Καρτάλης

$
0
0
Ο Δήμαρχος Τσαγκαράδας Αριστείδης Καρτάλης. 
Αντιγραφή από το βιβλίο: ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΘΥΜΗΣΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΑΣ, Θεμιστοκλή Αρ. Καρτάλη, 1965
[…] Η οικογένεια των Καρτάληδων εμφανίζεται στη Τσαγκαράδα στο πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα  Είχον έλθει, όπως άλλωστε, και οι περισσότεροι Πηλιορείτες και μάλιστα οι της ανατολικής πλευράς τού Πηλίου, όχι τόσο από τη κυρίως Ελλάδα όσο από διάφορα άλλα μέρη της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. [..]
Ο νεώτερος αδελφός (σημ. του Ιωάννη Καρτάλη) Αριστείδης (1846-1909),  έλαβεν και αυτός μέρος στην επανάσταση του 1878 ηγούμενος ιδίου σώματος εθελοντών πολεμήσας μετά γενναιότητος στις μάχες τον Σαρακηνού και Μακρυνίτσας καθώς και στον πόλεμο του 1897.
Άνδρας γενναίος και ατίθασος έκαψε την εσοδείαν τού κτήματός του στο Γκέρμπεσι(*) της Καρδίτσης για να μη την πάρουν οι Τούρκοι που είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία στα ‘97. Κυνηγός μανιώδης έχασε το ένα του μάτι κατόπιν στοιχήματος με ένα συνάδελφόν του ο οποίος για να τον πειράξη του είπε κάποτε ότι όταν πυροβολή κλίνει τα μάτια από φόβο. Τα όπλα τότε είχαν τον λεγόμενο κουκουρίκο ο οποίος με τη πίεση της σκανδάλης έπεφτε επάνω σε μια καψούλα η οποία πυροδοτούσε το μπαρούτι που υπήρχε στη κάννη.
«Εγώ βρε φοβάμαι;» και βάζει το όπλο δίπλα στο μάτι του και τραβά τη σκανδάλη. Πετιέται ένα κομματάκι από την καψούλα και του βγάζει το μάτι. Αυτό όμως δεν τον ημπόδισε να παραμείνη άριστος σκοπευτής έστω και αν ήταν μονόφθαλμος.
Δήμαρχος Τσαγκαράδας επί σειράν ετών εξυπηρέτησε μεγάλως τον Δήμον του. Εδαπάνα και αυτός αφειδώς χρήματα για τους απελευθερωτικούς αγώνας καθώς και για διάφορα κοινωφελή έργα στο Πήλιο, βρύσες καλντρίμμια κλπ.

Συνέβαλεν επίσης δια σημαντικών ποσών τα αναγκαία έξοδα του κόμματος.[…] 
------------------------------------------
(*) Ο Τσαγκαραδιώτης Ιωάννης Αντ. Καρτάλης, κατά την αποχώρηση των Οθωμανών, είχε αγόρασει το τσιφλίκι Γκέρμπεσι από τους Τούρκους Γακή Βεή, Χασάν Βεή και τη μητέρα τους Ατικέ Χανούμ.
Ο Καραμπασιώτης Δημήτριος Μουρογιάννης (μεγαλύτερος αδελφός του Κων-ντίνου που είχε τον «Κήπο Μουρογιάννη» στ’ Άνω Λεχώνια) ήταν επιστάτης στα «κτήματα Αριστ. Καρτάλη» εκεί στην ευρύτερη περιοχή των Σοφάδων (Γκέρμπεσι: Καρποχώρι Σοφάδων-Καρδίτσας), όπου και δολοφονήθηκε στις 4 Αυγούστου 1908, σε συμπλοκή με κάποιον μυλεργάτη Βούλγαρο που τον μαχαίρωσε
.

Άγιος Νικόλαος Χορευτού

$
0
0
Αύριο είναι του αγίου Νικολάου! 
Ναοί του υπάρχουν στην περιοχή μας αρκετοί (με κύριο τον καθεδρικό του Βόλου ΕΔΩ) καθώς και πάμπολλα εξωκλήσια! 
Το παρακάτω κείμενο αναφέρεται στον Άγιο Νικόλαο Χορευτού ένα παμπάλαιο εκκλησάκι και είναι αντιγραφή από τον ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΦΑΡΟ, Αλεξάνδρεια, 1926. Το έγραψε ο ζαγοριανός Απόστ. Κωνσταντινίδης (Πήλιος Ζάγρας).  Το ίδιο κείμενο υπάρχει και στο δυσεύρετο βιβλίο του «Τα εν τω Πηλίω όρει παλαιά και σύγχρονα χριστιανικά µνηµεία», Αλεξάνδρεια 1960.
ΑΓΙΟΣ  ΝΙΚΟΛΑΟΣ - Χορευτού
[ Ναΐδριον εκ των παλαιοτέρων της περιφερείας Ζαγοράς. Κείται εν τω κέντρω του Χορευτού και όπισθεν των κοινοτικών ακινήτων περιβαλλόμενον υπό κυπαρίσσου, πτελέας και εσπεριδοειδών οπωροφόρων δένδρων. Η ανακαίνισις αυτού, ή μάλλον η εκ βάθρων ανέγερσίς του, χρονολογείται από του έτους 7159 από κτίσεως κόσμου, ήτοι από του 1651 μ. Χ., και οφείλεται εις την συνδρομήν ιερομονάχου τινός ονόματι Διονυσίου. Η ιστορική αύτη πληροφορία διασώζεται εγκεχαραγμένη επί πλακός εντετοιχισμένης έξωθεν του Ιερού Βήματος.  
+ΑΝΕΚΕΝΙΣΘΗ Ο ΝΑΟΣ ΤΟ- 
Υ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ  Π[ΑΤ]Ρ[Ο[Σ ΗΜΩ-
Ν ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙ-
ΣΚΟΠΟΥ +ΔΙΑ ΣΗΝΔΡ-
ΟΜΗΣ ΔΙΟΝΙΣΙΟΥ ΙΕΡΟ-
ΜΟΝΑΧΟΥ ΄΄ ΑΠΡΗΛΗ-
ΟΥ Γ΄ : ΕΠΗ ΕΤΟΥΣ 
ζΡΝθ. (1651 μ. Χ.)
Έτερον, γραπτόν τούτο, σημείωμα επί του άκρου δεξιού του Τέμπλου και άνωθεν της εικόνος του Αγίου Παντελεήμονος, μας πληροφορεί ότι διά την ανέγερσιν και εικονογράφησιν του ναού συνέδραμον εκτός του Διονυσίου οι: « Αλέξιος και εγώ Αποστόλης και Γεώργιος και Νικόλας του Λάμπου και οι λοιποί Χριστιανοί»
Αναμφιβόλως οι αναφερόμενοι ως συνδρομηταί του ναού θα ήσαν πλοιοκτήται ή απλώς θαλασσινοί, ανεγείραντες οίκον ιερόν εις προσκύνησιν του προστάτου Αγίου των.
Επί της Δ πλευράς του ναού πρόσθετον κτίριον με προέκτασιν προς Μ επικοινωνεί μετά του νοτίου και μόνου νάρθηκος διά θύρας, μετά δε του ναού διά της κυρίας, της Δ εισόδου. Τούτο αποτελεί κατά τι νεωτέραν προέκτασιν του ναού, παραμένει όμως μέχρι σήμερον εντελως απεριποίητον και χρησιμοποιείται ως αποθήκη ποικίλλου υλικού.
Κατά συνέπειαν ως μόνη είσοδος παραμένει νυν εν χρήσει η μεσημβρινή . Η εσωτερική αρχιτεκτονική του ναού παραπλησία σταυροθολίου. Θόλοι και πλευραί καλύπτονται υπό αρχαίων υδατογραφιών, αι πλείσται των οποίων εικονίζουσι τον βίον και τα μαρτύρια αγίων. Αρχικός ο ναός εφωτίζετο τελείως ανεπαρκώς διά δύο οπών της νοτίου πλευράς του, μιάς ούσης άνωθεν του νάρθηκος και της ετέρας επί του μεσαίου θόλου, οπών - παραθύρων διατηρουμένων και μέχρι σήμερον. Κατά τους νεωτέρους όμως χρόνους ηνοίχθησαν παράθυρα προς βορράν και νότον, αυτά ταύτα διά μέσου των οποίων φωτίζεται νυν ο ναός. Το δάπεδον ποικίλλεται διά ψηφιδωτών εκ μικρών στρογγύλων λιθαρίων της παρακειμένης παραλίας του Χορευτού, πέριξ δε σώζονται εισέτι εν καλή καταστάσει 17 αρχαία στασίδια.
Το Εικονοστάσιον, αν και κατά τι κατωτέρας λεπτουργικής τέχνης, ομοιάζει πολύ εκείνου της αρχαίας Μονής του Σωτήρος, υπολείμματα του οποίου αποτελούσι νυν το εικονοστάσιον του παρεκκλησίου του Αγίου Αντωνίου. Είναι επικεχρυσωμένον, παρουσιάζει δε κατά ζεύγη τεραστίους όφεις, επί των κεφαλών των οποίων στηρίζεται ανά φοίνιξ, κεφαλάς πτερωτών λεόντων καταληγούσας εις καλλίγραμμα φύλλα, πτηνά, σταφυλάς κ. ά. π. Ο μεσαίος μέγας Σταυρός μετά των ιχθύων, των όφεων, της Θεοτόκου και του Αποστόλου Ιωάννου,  απλουστέρας πιω τεχνοτροπίας του όλου εικονοστασίου, προδίδουσι ξένην την προέλευσιν και συντελουσιν εις την μη παρουσίασιν ενός συνόλου τελείως αρμονικού. Εντός του lερού Βήματος απόκειται ζεύγος Βημοθύρων παλαιοτάτου εικονοστασίου. Είναι ξυλόγλυπτα, επικεχρυσωμένα και εικονογραφημένα, πλην αξιοθρηνήτως εφθαρμένα.
Γραπτά ιστορικά, εκτός της αναφερθείσης ήδη επιγραφής, υπήρχον έτερα δύο, εξ ων το μεν άνωθεν της Δ πύλης, το δε επί του τοίχου ένθα ενούται η αριστερά πλευρά του εικονοστασίου. Αμφότερα εφθάρησαν ή κατέπεσον.
Ολόκληρον το εσωτερικόν του ναού καλύπτεται ως ανεφέραμεν ήδη υπό τοιχογραφιών, κατά το πλείστον εφθαρμένων, κυρίως λόγω της επιδράσεως της υγρασίας κατά την μακράν, των τριών περίπου αιώνων, περίοδον της υπάρξεώς των. 
Εξ αυτών αι πλέον χαρακτηριστικοί είναι αι ακόλουθοι :
α' - Η επί της Β πλευράς αναπαριστώσα το: «αινείτε αυτόν εν τυμπάνω και χορώ, αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνω». Είναι πλήρως συγχρονισμένη με τα ήθη και έθιμα της εποχής της φιλοτεχνήσεώς της. Γυναίκες, ενδεδυμέναι κατά την τότε συνήθειαν του Πηλίου και εστραμμέναι προς τους θεατάς, σχηματίζουσι κύκλον χορεύουσαι, ενώ οργανοπαίκται με τιάρας (σαρίκια) επί της κεφαλής των και βράκες μέχρι του γόνατος, εκτελούσι μουσικόν χορευτικόν τεμάχιον διά τυμπάνων, αυλών και εγχόρδου τινός οργάνου κοινώς «λαούτου» .
β΄ - Η εικονίζουσα ιστιοφόρον πλοίον εν μέσω θαλασσοταραχής. Ο πλοίαρχος αρπαγείς υπό των αγρίων κυμάτων παλαίει κατ’ αυτών αγώνα σκληρόν, πλην νικηφόρον, εφ’ όσον ο προστάτης των θαλασσινών ο Άγιος Νικόλαος τον κρατεί από του βραχίονός του.
γ΄- Ετέρα επί παραπλησίου της προηγουμένης θέματος : Ιστιοφόρον πλοιον με πλήρωμα εκ πέντε ναυτών κατορθοί να πλέη ασφαλώς προς τον λιμένα του παρά την σφοδράν τρικυμίαν της θαλάσσης. Τούτο οφείλεται εις τον δεξιόν χειρισμόν του πηδαλίου υπ’ αυτού τούτου τον Αγίου Νικολάου. Όπισθεν του πλοίου διακρίνονται φλόγες πυρός. Άνωθεν δε της εικόνος η σημείωσις : «το λάδι της πτωχής χήρας».
δ΄ - Σώζονται και αρκεταί τοιχογραφίαι εν καλλίστη καταστάσει. Τινές εξ αυτών είναι άξιαι θαυμασμού διά την έκφρασιν, την γραμμήν και την αρμονίαν των χρωμάτων των.
Εκ των κινητών εικόνων αναφέρομεν τας κάτωθι :
1. Του Αγίου Νικολάου, τέχνης καθαρώς βυζαντινής.
2. Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ομοίως.
3. Του Ιησού Χριστού. «εξόδου σταμάτη του αποστόλη και την σηνοδίαν αυτού αγγελο έτος ζρξ'» (1652).
4. Της Θεοτόκου (Άνευ χρονολογίας. Από απόψεως όμως τεχνοτροπίας είναι ομοία τη προηγουμένη, άρα και αύτη κατά πάσαν πιθανότητα ανήκει εις το 1652).
5.— Του Ιησού Χριστού καθημένου παρά την ίσταμένην Θεοτόκον και περιβαλλομένου υπό άγιων.  «+Δέησις του δούλου του Θεού Ρίγα επί έτος 1771».
 6. Του Αγίου Παντελεήμονος μετά του Αγίου Νικολάου. «+ Η εικών αύτη του εν Αγίοις πατρός ημών Νικολάου αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας του Θαυματουργού και του αγίου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος διά θαλάσσης αυτοαφιχθείσα και επισκευασθείσα δαπάνη Σταμούλη Ι. Στούρνα κατατίθεται εις τον ίερόν Ναόν του Αγίου Νικολάου Χορευτού. Εν έτει 1917».
Αι εικόνες της β΄σειράς του εικονοστασίου ηλλοιωμέναι λόγω της επ’ αυτών ασεβούς επεμβάσεως ζωγράφου της κακής ώρας.
Υπάρχουσι και άλλαι παλαιαί εικόνες αλλ’ εντελώς απεριποίητοι.
Επί παλαιού εφθαρμένου τριπτύχου αναφέρονται ονόματα μοναζουσών αδελφών. Να διηκόνουν άραγε αύται εν τη Μονή ταύτη του Αγίου Νικολάου ή να προήρχοντο εξ άλλων Μονών της περιφερείας Ζαγοράς; […]

Το Πήλιον

$
0
0
Μάθημα Γεωγραφίας: Το Πήλιον
Από το "Εγχειρίδιον Γεωγραφίας"Δημ. Ιωαννίδου – Ολυμπίου, Εν Αθήναις 1892, σελ. 416-7-8.  
(Αντιγραφή σε μονοτονικό με τη βοήθεια οπτικής αναγνώρισης χαρακτήρων -OCR)
[ Το νότιον μέρος της Μαγνησίας, το Πήλιον, κατέχει η επαρχία Β ό λ ο υ, η πολυανθρωποτάτη του νομού (62355 κ.) και η καλλίστη συμπάσης της Θεσσαλίας. Πλην του Βόλου 24 μεγάλα χωρία οικούνται επί του Πηλίου, της άλλοτε κατοικίας των Λαπιθών και Κενταύρων, 14 μεν παρά τον Παγασιτικόν κόλπον, 10 δε εκ της ανατολικής πλευράς, άτινα ονομάζονται και χωρία της Ζαγοράς εκ του μεγίστου αυτών.
Και τα μεν άγρια δάση του Πηλίου ηραιώθησαν πολύ, αλλ’ η καλλιέργεια των ημέρων δένδρων είναι εξαισία. Τα χωρία πάντα κρύπτονται εν άλσεσι πλατάνων και οπωροφόρων δένδρων, καστανέων, μηλεών, κερασέων κ.τ.λ. πορτοκαλεώνες δε πληρούσι τας κοιλάδας του όρους και μεγάλοι ελαιώνες καλύπτουσιν εξόχως άπασαν την ανατολικήν πλευράν του κόλπου. Ύδατα άφθονα κατέρχονται από του όρους και αρδεύουσι τους κήπους. Έλαιον και ελαίαι, μέταξα, εξαίρετοι οπώραι και γεώμηλα εύχυμα είναι τα κυριώτατα προϊόντα εξαγόμενα ου μόνον εις την λοιπήν Ελλάδα, αλλά και εις την αλλοδοπήν. Οι δε κάτοικοι του Πηλίου ήσαν ανέκαθεν οι μάλιστα πεπολιτισμενοι πάντων των Θεσσαλών. Οι μεγάλοι ναοί, τα ευπρεπή σχολεία, αι μεγάλαι και κομψαί οικίαι μαρτυρούσι περί τούτου και περί της ευπορίας των κατοίκων, οίτινες είναι λίαν επιχειρηματικοί και αποδημούσι χάριν εμπορίου εις Αίγυπτον ιδίως και Ρωμουνίαν. Πρωτεύουσα της επαρχίας είνε ο Βόλος, πόλις συνοικισθείσα από 40 ετών, και έχουσα προ της ελευθερώσεως 5000, νυν δε 11880 κατ. Κείται δε εν ελαιοφύτω πεδιάδι μεταξύ των χειμάρρων Αναύρου και Κραυσίνδωνος. Το δε φρούριον του Βόλου, όπερ οι Βυζαντινοί ωνόμαζον Γόλον, κατηδαφίσθη ήδη, έχει δε θέσιν υγιεινοτέραν της πόλεως.
Προς δυσμάς του Βόλου έκειντο αι  Π ά γ α σ α ί,  πόλις της Πελασγιώτιδος, επίνειον των Φερών. Μεταξύ δε των Παγασών και του ακρ. Πύρρας ευρίσκονται ερείπια της πόλεως Αμφανών. Επί δε της Γορίτσας, λόφου προς νότον της πόλεως, έκειτο η υπό Δημητρίου του Πολιορκητού κτισθείσα  Δ η μ η τ ρ ι ά ς, ούσα μία των οχυρωτάτων πόλεων της Ελλάδος.
Μίαν ώραν άνω της πόλεως εν τη κλιτύι του Πηλίου κείται ο Άνω Βόλος πρωτεύουσα του δήμου Ι ω λ κ ο ύ  η αρχ. πόλις, εξ ης απέπλευσαν οι Αργοναύται, έκειτο πλησίον του Βόλου. Ημίσειαν ώραν ανωτέρω του Άνω Βόλου είναι η τερπνοτάτην έχουσα τοποθεσίαν Πορταριά, πλησίον αυτής ένιαι η αφθόνως ρέουσα πηγή του Κραυσίνδωνος, παρ’ ην έκειτο πιθανώς το Ο ρ μ ί ν ι ο ν, εξ ου ονομάζεται ο δήμος. Οι πλείστοι των κατοίκων της Πορταρίας εμπορεύονται νυν εν Βόλω.
Ημίσειαν δε πάλιν ώραν προς δυσμάς της Πορτ. είναι το μέγιστον των χωρίων του Πηλίου   Μ α κ ρ υ ν ί τ σ α (3682 χ.) επί της αποτόμου κατωφερείας του Πηλίου από των κορυφών σχεδόν μέχρι της ύπωρείας επί μιαν ώραν. Η βυρσοδεψική είναι η κυριωτέρα των κατοίκων ασχολία.
Πέραν της Γορίτσας είναι ο δήμος Ν η λ ε ί α ς, έχων πρωτεύουσα  τα Λ ε χ ώ ν ι α και μεταξύ των άλλων τα μεγάλα χωρία Ά γ ι ο ς  Γ ε ώ ρ γ ι ο ς, Α γ. Λ α υ ρ έ ν τ ι ο ς και Δράκια. Η πεδιάς των Λεχωνίων, η «μεγίστη καί λασιωτάτη ρίζα του Πηλίου» , είναι τερπνοτάτη και χαριεστάτη, λειμώνες και κήποι οπωροφόρων δένδρων και ελαιώνες καλύπτουσιν αυτήν. Ο ποταμός  Β ρ ύ χ ω ν  χωρίζει από ταύτης την μικροτέραν πεδιάδα της  Α γ ρ ι ά ς κεκαλυμμένην πάσαν υπό ελαιώνων.
Περαιτέρω επί της κλιτύος του όρους ο δήμος Μ η λ ε ώ ν.  Η πρωτεύουσα Μ η λ έ α ι έχει καλλίστην τοποθεσίαν, είχε δε άλλοτε λαμπράν σχολήν και είναι πατρίς του Ανθίμου Γαζή, Γρηγ. Κωνσταντα και Δανιήλ Φιλιππίδου.
Προς νότον των Μηλεών είναι επί του όρους το  Ν ε ο χ ώ ρ ι ο ν  πρωτεύουσα του δήμου Αφετών. Κάτω δε εις την θάλασσαν υπάρχει λιμενίσκος ασφαλής και πηγή διαυγεστάτου και αφθόνου ύδατος, ίσως οι αρχαίοι Α φ έ τ α ι, όθεν οι Αργοναύται «έμελλον υδρευσάμενοι αφήσειν εις το πέλαγος».
Νοτιώτερον είναι ο δήμος  Σ π α λ ά θ ρ ω ν, πρωτεύουσα  Α ρ γ α λ α σ τ ή, 1 1/2 ωρ. απέχουσα της θαλάσσης. Και ενταύθα μεγάλοι ελαιώνες. Το βούτυρον της Αργαλαστής είναι ονομαστόν.
Προς νότον της Αργαλαστής είναι ο Λ α ύκ ο ς πρωτ. τον δ. Σ η π ι ά δ ο ς. Επί του ισθμού του συνάπτοντος την προς δυσμάς εκτεινομένην χερσόνησον των Τρικέρων, έκειτο η πόλις Ο λ ι ζ ώ ν. Αντικρύ αυτής είναι το χαριέστατον νησίδιον Α λ α τ ά ς (αρχ. Τίσαι) και παρ’ αυτό η χλοερά Π ρ α σ ο ύ δ α. Η χερσόνησος των Τρικέρων τραχεία και άδενδρος, τελευτά εις το Αιάντειον ακρωτήριον, υπεράνω του οποίου είναι το χωρίον Τ ρ ί κ ε ρ ι  αποτελούν τον δήμον Αιαντείου. Οι κάτοικοι αυτού άλλοτε μεν είχαν αξιόλογον ναυτιλίαν, νυν δε ζώσι κατά μέγα μέρος εκ της σπογγαλιείας. Προ της βορείου πλευράς του βράχου των Τρικέρων κείται το εξ  ελαιών και αμπέλων κατάφυτον νησίδριον  π α λ α ι ά   Τ ρ ί κ ε ρ ι, Κ ι κ ύ ν η θ ο ς καλούμένη το πάλαι.
Προς την Εύβοιαν και Σκίαθον τετραμμένη πλευρά της χερσονήσου των Τρικέρων είναι πολύ τραχεία και απότομος. Δια τούτο επί των Τρικέρων μέχρι της Σ η π ι  ά δ ο ς άκρας (περί ην εναυάγησεν  ο στόλος του Ξέρξου) ουδεμία κώμη υπάρχει.
Και πάσα δε η ανατολική πλευρά του Πηλίου καταπίπτει πολλαχού αποτόμως εις την θάλασσαν ουδένα έχουσα ασφαλή όρμον, ως ουδέ η της Όσσης. Τα χωρία κείνται πάντα υψηλά επί των ράχεων. Τα νοτιώτατα είναι τα του δήμου  Μ υ ρ ε σ ί ο υ  αποτελούντα έχοντα πρωτεύουσαν την Τ σ α γ κ α ρ ά δ α.
Βορειότερον ο δήμος  Κ ι σ σ ο ύ  με ομώνυμον πρωτεύουσαν εντός άλσους πλατάνων και ημέρων δένδρων, ιδίως μηλεών και καστανεών. Η μεγάλη, ωραιοτάτη και ευδαιμονεστάτη των χωρίων ενταύθα είναι η Ζ α γ ο ρ ά πρωτεύουσα του ομωνύμου δήμου (3261 κατ. ), εν τω μέσω καστανεών, μηλεών, συκαμινεών, πλατάνων. Από δε του χωρίου μέχρι της θαλάσσης λαμπροί και μεγάλοι ελαιώνες.]

Σχολείον παιδαγωγικόν εις την Πατρίδα...

$
0
0
Η Μηλιώτικη Σχολή 
Ο πατριώτης και σοφός αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής (ΕΔΩ) ονειρεύτηκε και πίστεψε στην πνευματική εξανάσταση του Γένους και ανέλαβε  με πολλές προσπάθειες πρώτος στο Πήλιο αυτό το έργο της πνευματικής και εθνικής αναγέννησης.
Ο Ανθ.  Γαζής, φεύγοντας από τη Βιέννη μετά δεκαπενταετή υπηρεσία στην εκεί Ελληνική Κοινότητα και παρακαλώντας τους προϊσταμένους της να τον συνδράμουν και να βοηθήσουν για την ίδρυση σχολείου στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τις Μηλιές, έγραψε σ’ αυτούς σε επιστολή:
 
[ Τιμιώτατοι αδελφοί, οι του Γένους Εκλελεγμένοι !
Η πατρίς με προσκαλεί να επιστρέφω εις αυτήν, όθεν και υπακούω εις την φωνήν της• διά τούτο Σας δίδω την είδησιν προ εξ μηνών, ότι μετά τας εορτές του Πάσχα αναγκαίως πρέπει να αναχωρήσω εντεύθεν και να υπάγω να ζήσω εκεί μεταξύ των αδελφών μας, και να κάμω το κατά δύναμιν, το προς την κοινήν ημών πατρίδα χρέος μου, διά την οποίαν και ζω και αναπνέω και αγωνίζομαι εις αυτόν τον κόσμον. Όσον διά την εκλογήν του διαδόχου μου, κείται εις την θέλησίν Σας• ο κύρ Γρηγόριος όμως ο Κωνσταντάς Σας προβάλλει έναν (ιδού σας περικλείω το γράμμα του), και αν αγαπάτε, τον προσκαλείτε ή διά εφημέριον ή διά υποεφημέριον.
Δεκαπέντε ολοκλήρους χρόνους εδούλευσα πιστώς εις ταύτην την Κοινότητα. Το συνειδός μου δεν με τύπτει, ότι να ελύπησά ποτέ τινα των αδελφών• αλλά μάλλον πολλάκις είχον φιλονικείας μετά αλλογενών, υπέρ υπερασπίσεως και της τιμής και της υπολήψεως, και ταύτης της ενταύθα Κοινότητος, και υπέρ όλου του γένους. Πειθόμενος λοιπόν και εις τούτο και εις την αγάπην, ην έδειξε πάντοτε εις εμέ η Αδελφότης, τολμώ να την παρακαλέσω εις το έξης ζήτημά μου.
Ο υπέρ της βελτιώσεως τον Γένους ζήλος μου Σας είναι γνωστός και μάλιστα ο Βάδερερ μου τον άναψεν ακόμη περισσότερον, όθεν και απεφάσισα να θυσιάσω και τον ίδιον εαυτόν μου διά την κατακόσμησιν των ηθών των νέων της κοινής Πατρίδος μας. Συνήργησα και εκτίσθη Σχολείον παιδαγωγικόν εις την Πατρίδα, διδάσκαλοι σχολαρχούσιν εις αυτό, βιβλία τα αναγκαία εστάλησαν, δύο νέοι σπουδάζουσι δι’ εξόδων μου εις Παυαρίαν, ίνα επιστρέψωσιν εις το Σχολείον ως διδάσκαλοι, εις τα οποία όλα αυτά έχω εξοδευμένα έως τώρα υπέρ τας οκτώ χιλιάδας φιορίνια της Αυγούστας, και μ’ όλον τούτο δεν ημπορώ να ειπώ, ότι το Σχολείον είναι εις κατάστασιν να ωφελήση και να θρέψη και μαθητάς πτωχούς, ή τουλάχιστον να τους δώση τα αναγκαία των βιβλία. Το πνεύμα πρόθυμον, η δε χρηματική μου κατάστασις ασθενής ή κατά την κοινήν παροιμίαν «τίν’ ο κάβουρας, και τίν’ το ζουμί του». Διά τούτο παρακαλώ και την Τιμιότητά Σας, και όλην την Αδελφότητα από μέρους Σας, διά να συγκατανεύση (αν και αι περιστάσεις του εμπορίου είναι δύσκολοι), να γένη καμμία κοινή βοήθεια υπέρ της συστάσεως τούτου του Σχολείου, του οποίον τον σκοπόν Σας τον περικλείω τυπωμένον.
Η της Αδελφότητος συνδρομή και βοήθεια θέλει κάμει δύο καλά• πρώτον βοηθείται το Σχολείον διά να αγοράση μερικά αναγκαία πράγματα, οίον δύο σφαίρας μεγάλας, αίτινες ήλθον κατ’ αυτάς τας ημέρας από την Λόνδραν και με βιβλία αναγκαία ακόμη διά τους πτωχούς μαθήτας• δεύτερον ότι όλοι οι ομογενείς και οι ξένοι θέλουσι λέγει, ιδού ο εφημέριος της εν Βιέννη Αδελφότητος διά της βοηθείας των αδελφών εσύστησε Σχολείον κοινόν, καθώς και όλοι οι Γερμανοί οι πεπαιδευμένοι το νομίζουσι, και το οποίον θέλω καυχώμαι και εγώ, και να δείξω και εις τους λοιπούς, ότι οι καλόγηροι πρέπει να είναι ωφέλιμοι εις την κοινήν ζωήν, και όχι κηφήνες και ιδιοκερδείς.
Αι ευχαί των μαθητών θέλουσι φθάνει έως εις τον ουρανόν υπέρ της υγείας και ευτυχίας των ευεργετών και συνδρομητών τούτου του καλού. Εγώ δε εύχομαι εκ ψυχής υπέρ παν εφετόν καταθύμιον. Υγιαίνοιτε! ευτυχοίτε!
                                    Τη 3 Οκτωβρίου 1815, εν Βιέννη.
                                     Ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής ] 

Ειδουλάκια και πάλι

$
0
0
Κάποια ακόμη «ειδουλάκια» [όπως (ΕΔΩ)] καταγραμμένα από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη στα χωριά του Πηλίου:
 [Ειδωλάκια λέγονται στή Δράκια (Νηλείας)  αλληγορίαι, αινίγματα.(Ζήσης Κυρτσώνης-Ποδαλείριος)]

1.       Άψ’χους ψ’χή δεν έχι(ε) κι στουν ουρανό πααίνει. 
          (ο καπνός)
2.       Απού πάνου απ’ τη Ρουσία  κατι(ε)βαίν’ μια κυρία. Πέντι(ε) –πέντι(ε) τ’ν βαστούνι(ε) και στουν τοίχο την κουλλούνι(ε).
(η μύξα)
3.        Έχου ένα πραματάκ’. Άμα του λύσου στέκετι(ε) κι άμα του δέσου πάει.
(τα παπόυτσια)
4.       Κάτ’ κουπέλι(ε)ς στρουγγυλές άμα μπουν στα σπίτχια τ’ς  βγαίν’νι(ε)  στα παραθύργια.
          (τα κουμπιά)
5.       Κρεβατχιά κρι(ε)βατουμένη μι(ε) ασήμνια φουρτουμέν’. (η εκκλησία)
6.      Έχου ένα πραματάκ’. Πι(ε)ρπατάει ραχίτσα-ραχίτσα κι σκούζ’.
         (το ψαλίδι)
7.      Έχου ένα πραματάκ’. Τ’ν μέρα  σι(ε)  μια τρύπα κι του βράδ’  σι(ε)  δυο.
         (ο καταρράχτης της πόρτας)
8.       Έχου μια παλιουσι(ε)ντούκα απ’ πααίνει τράκα-τρούκα. Άμα χάσου τ’ν τρακα-τρούκα τι τ’ν θέλου τη σι(ε)ντούκα;
         (η ψυχή-καρδιά)
9.       Σφάζου γίδα, τρώου γίδα κι κρατώ κι μια παΐδα κι απού κείνη την παΐδα φκιάνου ουλόκληρην  τ’ν γίδα.
(το σκόρδο και η σκελίδα)
10.     Τριγύρου στου σπιτάκι μ’ σπαθχιά ξι(ε)γυμνουμένα.
(τα κρόυσταλλα)
11.      Τριγύρου στου σπιτάκι μ’ μούτ’κος χουρός πι(ε)ρνάει.
(τα μυρμήγκια)
12.     Απάνου απ’ του σπιτάκι μ’ μία γαβάθα μέλ’.
(το φεγγάρι)
13.      Απάν'απ’ του σπιτάκι μ’ καρπέτ ι(ε)ς απλουμένι(ε)ς.
(τα σύννεφα)
14.     Τριγύρου στου σπιτάκι μ’ οι σ’μπι(ε)θεροί χουρεύ’νι(ε).
(οι στάλες της βροχής)
15.     Ένας μονουπόδαρους πέρα απ’ του ρι(έ)μα.
(το μανιτάρι)
16.     Τρεις μι(ε) κρατούνι(ε) όταν γι(ε)ννώ, μ’ αλήθχεια πρώτα πίνου. Μαύρα τα κάνου τα πιδιάκι πίσου μου τ’ αφήνου.
(Η πένα)
17.     Του τίρι-τίρι κρέμι(ε)τι(ε), του τίρι τυραγνιέτι(ε). Μα του Θι(ε)ό κι τ’ν Παναϊά  φουβάμι(ε) να του πχιάσου.
(η κατσίδα του κάστανου)
18.     Μακρύς μακρύς καλόερους κι κόκκαλα δεν έχ’.
( σωλήνας της ντριστέλας)
19.     Του μ’κρό- μ’κρούτσ’κου κι κατσαρουμύτ’κου.
(το ρεβύθι)
20.      Δυο καλουέρ’  πιδεύουντι(ε)  να  βγάν’νι(ε)  τα γένεια τ’ς.
(το λανάρι)
21.      Έχου ένα πραματάκ’. Έχ’ μέσα νύφ’,  γαμπρό, πι(ε)θι(ε)ρά κι πι(ε)θι(ε)ρό.
(το καρύδι)
22.     Χίλια απού ‘δω, χίλια απ’ ικεί, χίλια να πεις κι να μην του πι(ε)τύχεις.
(το λανάρι)
23.     Τριγύρου-γύρου θάλασσα στ’ μέσ’ μια φουτίτσα.
(το καντήλι)
24.     Κλειδώνου μανταλώνου, του κλέφτ’ τουν βρίσκου μέσα. (ο ήλιος)
25.     Του Μάρτ’ μήνα γεννιέτι(ε) θεργιό μι(ε)γάλου. Του βασιλιά ταράζ’, του ντουνιά κυριεύ’ κι σ’ άσπρην πόλη πι(ε)θαίν’.
(ο ψύλλος)   

Πρόγραμμα Ακολουθιών στον Άγ. Αθανάσιο

$
0
0
Για τις/τους Ανωλεχωνίτισσες/ίτες (και όχι μόνον) που ενδιαφέρονται να εκκλησιαστούν αυτό το Δωδεκαήμερο στον Ναό του Αγίου Αθανασίου:

Εις την εορτήν τής Χριστού Γεννήσεως

$
0
0

«Στο ψαλτήρι»
Έργο του Νικήτα Γρύσπου, σπουδαίου ζωγράφου, 
που δίδαξε για πολλά χρόνια και στο Βόλο.
Ποίημα του παπα-Κωνσταντή Ζ. Κυρτσώνη (οικονόμου), ενός πολύ μορφωμένου παπαδάσκαλου που έζησε και στη Σμύρνη. Έφυγε από το χωριό του τη Δράκια, όταν του πυρπόλησαν το σπίτι από εκδίκηση, γιατί ήταν καταγγελτικός ο λόγος του. 

Έγραψε δύο βιβλία: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΠΟΝΗΜΑ , Σμύρνη 1861 (από όπου και το επίκαιρο ποίημα) & ένα σχολικό εγχειρίδιο το ΗΘΙΚΟΝ ΔΙΔΑΓΜΑ, Αθήναι 1880.
Εις την εορτήν τής Χριστού Γεννήσεως
Σήμερον, ω Χριστιανοί, ήλθα να τραγωδήσω, 
την κατά σάρκα γέννησιν Χριστού να σας μηνύσω• 
όστις ιδών το πλάσμα του δομένον ‘ς την κακίαν, 
κ’ εγκαταλείψαν την αυτού αληθινήν θρησκείαν, 
παρασυρθέν δ’ ολόκληρον ‘ς την ειδωλολατρείαν,
και δι’ αυτό πεμπόμενον εις κόλασ’ αιωνίαν, 
κατέβη κ’ εγεννήθηκεν από την Παναγίαν, 
άφθορον ούσαν και αγνήν, ονόματι Μαρίαν, 
‘ς την Βηθλεέμ ‘ς εν σπήλαιον, ‘ς την φάτνην των αλόγων. 
Συγχρόνως δε κι’ ο Αύγουστος μονάρχησε 'ς τον Κόσμον, 
κ’ εξέδωκε διάταγμα εις το υπήκοόν του, 
ν’ απογραφώσιν άπαντες εις το κατάστιχόν του. 
Ανέβη δε κι’ ο Ιωσήφ συν τη μεμνηστευμένη 
αφθόρω γυναικί αυτού, ούση εγκαστρωμένη, 
εκ Ναζαρέτ εις Βηθλεέμ, όπως απογραφώσι, 
κ’ έτυχεν αι ημέραι της εκεί να πληρωθώσι 
του να γεννήσ’ τον Κύριον• όστις κι εγεννήθη 
μέσα εις σπήλαιον μικρόν, κ’ εις φάτνην ανεκλίθη. 
Εις τούτου δε την γέννησιν Άγγελ’ εδοξολόγουν, 
κ’ οι νυκτοφύλακες βοσκοί ακούοντες ηπόρουν. 
Άγγελος δε ουράνιος τότε αυτοίς επέστη, 
σωτήρ του Κόσμου σήμερον, λέγων, ότι ετέχθη. 
Δραμόντες είτα κι αυτοί ‘ς την Βηθλεέμ ανεύρον 
τον Ιωσήφ και την αγνήν Παρθένον με το τέκνον. 
Μάγοι δ’ από ανατολών ιδόντες τον αστέρα, 
εκίνησαν να εύρωσι τον νέον Βασιλέα. 
Κ’ εις τα Ιεροσόλυμα ελθόντες ηρωτούσαν, 
που είν’ ο νεογέννητος, όνπερ αυτοί ’ζητούσαν, 
των Ιουδαίων βασιλεύς; ίνα τον προσκυνήσουν, 
και δώρα πολυτίμητα ‘ς αυτόν να προσκομίσουν. 
Ηρώδης αφού ήκουσε τούτο πολύ θυμώθη, 
κ’ είχε σκοπόν να τον φονεύσ'όμως δεν φανερώθη. 
Αλλά τους Μάγους προσκαλεί ακριβώς μανθάνει 
τον χρόνον από μέρους των καθ’ ον αστήρ εφάνη. 
Είτα τους λέγει και αυτός οπόταν τον ευρήτε ,
πάλιν περάσατ’ απ’ εδω κ’ εμένα να ειπήτε•
καθότι θέλω και εγώ αυτόν να προσκυνήσω, 
και δώρα πλουσιώτατα εις τούτον να χαρίσω. 
Οι μάγοι δ’ οδηγούμενοι απ’ τον αυτόν αστέρα, 
ηύραν το νεογέννητον και την αυτού Μητέρα• 
και προσκυνήσαντες αυτό, προσέφερον συγχρόνως 
λίβανον, σμύρναν και χρυσόν κατά πολλά πρεπόντως. 
Κ'επειδή Άγγελος Θεού είπε να μη γυρίσουν 
εις τον Ηρώδην και Χριστού την εύρεσιν μηνύσουν, 
ηπάτησάν τον και αυτοί, αλλάξαντες τον δρόμον•
αλλά κ’ αυτός σ’ την Βηθλεέμ κάμνει μεγάλον φόνον. 
Σφάζει πολύ πλήθος βρεφών ‘πό διετούς και κάτω, 
τέλος φονεύεται κι’ αυτός χειρί τη αοράτω. 
Της αυρινής, ω Κύριοι, ημέρας την αιτίαν, 
διηγηθέντες σύντομα, αφίνομεν υγείαν. 
(Το ανωτέρω άδεται τη παραμονή)

"Είδα το Γέροντα Χριστό "

$
0
0
Χρόνια Πολλά ! 
(μ'ένα ποίημα του (λεχωνίτη) Ανδρέα Αρνάκη, από τη συλλογή ΤΑ ΑΓΟΥΡΑ ΒΕΡΙΚΟΚΑ- 2012 

Είδα το Γέροντα Χριστό

Το Πήλιο αχιόνιστο
Και το κεφαλοχώρι στο πλατύσκαλό του
Δείχνει απρόσφορο για τη γιορτή της περισυλλογής.

Κάτω απ’ τον πλάτανο της άβολης πλατείας
Λάμπουν απορημένα φεγγαράκια,
Τα μάτια του μωρού που έμεινε μονάχο.

Το ‘χε ξεχάσει, αχρείαστο στολίδι,
Η εν συγχύσει μάνα του, την ώρα
Που έδινε τη μάχη για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Είδα τον Γέροντα Χριστό να το χαϊδεύει.
Μικρέ μου φίλε, του ‘λεγε, μην κλαις,
Χριστούγεννα είναι, θα περάσουν.
Μεθαύριο ο κόσμος θα είναι ο παλιός.

Αγιοβασιλειάτικα

$
0
0
Καλή Χρονιά!
Τα επίκαιρα διηγήματα του σκιαθίτη κυρ-Αλέξανδρου, είναι πασίγνωστα και διαβάζονται πάντα από μεγάλους και μικρούς! 
Εδώ (και στην παρακάτω αντιγραφή σε μονοτονικό) ο Παπαδιαμάντης (με το ψευδώνυμο Βυζαντινός)στην αθηναϊκή εφημερίδα ΕΦΗΜΕΡΙΣ της 2ας Ιανουαρίου 1888, γράφει μια κριτική για τα κάλαντα. Έχει περιληφθεί και στα ΑΠΑΝΤΑ του, αλλά δεν είναι πολύ γνωστή : 

ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΑΤΙΚΑ
Δεν ηξεύρω ποίος περιπλανώμενος ραψωδός συνέθηκε τα νυν συνήθως υπό των παίδων αδόμενα άσματα των Χριστουγέννων, του Αγ. Βασιλείου και των Φώτων, τα οποία ακολουθούσι δήθεν κατά γράμμα την εκκλησιαστικήν παράδοσιν, βρίθουσιν όμως κακοζήλων στίχων, οίοι οι εξής:
Και επληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαΐου
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου.
Ο δεύτερος ούτος στίχος είναι προδήλως διά το κεχηνός του ρυθμού.
Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, Ραχήλ τά τέκνα κλαίει,
πα ρ α μ υ θ ή ν (!) ουκ ήθελεν ότι αυτά ουκ έχει(!!)
Ή εν τω άσματι της α΄ του έτους:
Σήμερον είν’ Περιτομή κ’ υμνεί η Εκκλησία,
και προσκαλείσθε, άρχοντες, γυναίκες και παιδία. 
Τόσον αληθεύει ότε υμνεί η Εκκλησία, ώστε ένα ή δύο ύμνους μόνον έχει εις μνήμην τής Περιτομής, τους λοιπούς αφιεροί εις τον Μ. Βασίλειον. Εννοεί ο αναγνώστης ότι, θέλων ενταύθα να εκφράσω λύπην επί τη εκθρονίσει των γνησίων ασσμάτων τού λαού, ην κατώρθωσαν τα κακόφωνα ταύτα ραψωδήματα, πολύ απέχω άλλως του να θαυμάσω τα εν Αθήναις ακουόμενα δημώδη άσματα:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψηλή μου δενδρολιβανιά (;)
κι άρχι-καλός σας χρόνος
εκκλησιά με τ'άγιο θ ρ ό ν ο ς (!) 
Αϊς-Βασίλης έρχεται
και δε μας καταδέχεται (;!!)
ή το αδόμενον τη παραμονή των Φώτων:
Αφέντη μου, π ε ν τ ά φ ε ν τ ε, πέντε φορές αφέντη,
 έχεις και γυιό στα γράμματα και γυιό στο ψαλιτήρι (sic).
Αλλ’ υπάρχουσιν, ιδίως εις τας νήσους, άλλα κάλλιστα άσματα του λαού, και επί αυτών θέλω να ενδιατρίψω ολίγον. Τινά τούτων έχουσιν υπόθεσιν αποκλειστικώς την εορτήν της ημέρας, αλλά, χωρίς να παρακολουθώσι τα ιερά κείμενα, διεξέρχονται το θέμα με ποιητικά χρώματα, και βοηθεία της δημώδους legende. Εννοείται ότι τα κατωτέρω παρατιθέμενα είναι απλά αποσπάσματα, διότι τα τοιαύτα άλλως αλλαχού άδονται, και πολλαχού αλλοιούται από στόματος εις στόμα η έννοια και η λέξις. Το της εορτής των Χριστουγέννων έχει ως εξής:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου, 
εβγάτ', ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται·
γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα•
το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι ανδρειωμένοι.
Το της εορτής των Φώτων:
Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός
και του Ιησού μας ο βαπτισμός.
Σήμερα η κυρά μας η Παναγιά
σπάργανα στα τίμια χέρια κρατεί
και τον Άι-Γιάννη παρακαλεί :
«Δύνεσ’, Άι-Γιάννη (και) Πρόδρομε,
για να μου βαφτίσης Θεού παιδί;»
 «Δύνομαι και σώνω και προσκυνώ,
για κοντοκαρτέρει ως το πουρνό,
για ν’ ανέβω απάνω στους ουρανούς,
για να ρίξω δρόσο και λίβανο•
ν’ αγιασθούν οι βρύσες και τα νερά,
 ν’ αγιασθή κι αφέντης με την κυρά».
'Αλλα των ασμάτων εκφράζουσιν επί τη εορτή επαίνους και προσρήσεις. Το επόμενον τεμάχιον εκρίθη υπό πολλών απαράμιλλον το ύψος:
Σήκω, κυρά μ’, να στολισθης, να πας ταχιά στα Φώτα,
στα Φώτα και στον αγιασμό και στον καλόν το χρόνο.
Βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι,
και του κοράκου το φτερό βάλτο καμαροφρύδι. 
Επανερχόμενοι εις την εορτήν του Αγ. Βασιλείου (την Περιτομήν αγνοεί ο λαός, και ευλόγως) παραθέτομεν το κύριον της ημέρας άσμα:
Άις-Βασίλης έρχεται από την Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι•
«Βασίλη μ’, πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;»
«Από τη μάννα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω,
πάω να μάθω γράμματα, να πω την άλφα-βήτα.
Και στο ραβδί του ακούμπησε να πη την άλφα-βήτα
και το ραβδί που ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια πέταε
κι απάνου στα ξεβλάσταρα περδίκια κελαηδούσαν,
όχι περδίκια μοναχά, μόνε και περιστέρια.
Το άσμα τούτο μας φαίνεται θαυμάσιον εν τη αφελεία αυτού. Η έμφυτος φιλομάθεια του Ελληνικού έθνους, εν μέσω τοσούτων διωγμών κι θλίψεων επιζήσασα, μετεχειρίσθη την επί παιδεία φήμην του ελληνικωτάτου Αγίου ως προτροπήν προς τους νέους προς την σπουδήν και μάθησιν, ούτω δε και μετά πολλούς αιώνας ο μέγας της Καισαρείας φωστήρ παρίσταται οιονεί συγγράφων δευτέραν «Προς τους νέους παραίνεσιν».
Τα άλλα άσματα της ημέρας, αποτελούντα ορμαθόν ευχών και εγκωμίων δια τα μέλη εκάστης οικογενείας, είναι οιονεί συνέχεια του πρώτου εξαρτωμένη εκ του εν τω προτελευταίω στίχου, ότι τα «περδίκια κελαηδούσαν», και ιδού τι κελαηδούσαν :
Για βάλε το χεράκι σου,
τούτο αποτείνεται προς τον οικογενειάρχην:
στην αργυρή σου τσέπη,
κι αν εύρης γρόσα δώσ’ μας τα, φλωριά μη τα λυπάσαι,
κι αν εύρης και μισό φλωρί, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ’, αφέντη μ’, κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην υγειά σου, αφέντη μου, και στην καλή χρονιά σου.
Να ζήσης χρόνια εκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι απ’ τα διακόσα κ’ ύστερα, ν’ ασπρίσης, να γεράσης,
ν’ ασπρίσης σαν τον Έλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι,
σαν τ’ αηδονάκι που λαλεί, το Μάη, το καλοκαίρι.
Και τι λαλεί το αηδονάκι τούτο; Ιδού, ακούσατε• λαλεί ευχάς δια τα άλλα μέλη της οικογενείας:
Κυρά μου, τον υγιόκα σου, κυρά μ’, τον ακριβό σου,
τον έλουζες, τον χτένιζες, στο δάσκαλο τον πάινες,
κι ο δάσκαλος τον έδερνε με δυο κλωνάρια μόσκο,
με τέσσερα βασιλικό, με πέντε μαντζουράνα, κτλ.
Τοσαύτα περί του υιού. Ιδού τώρα και περί της θυγατρός:
Κυρά μ’, τη δυχατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου,
γραμματικός την αγαπά, πραματευτής την θέλει
κι ο δάσκαλος απ’ το σχολειό γυρεύοντάς την στέλλει.
 Δεν ενθυμούμαι δυστυχώς την συνέχειαν του άσματος τούτου, το οποίον ήρχισε να γίνεται περίεργον, χάρις εις τα τολμηρά διαβήματα του δασκάλου• αλλ’ εις το μέλλον ίσως δυνηθώ να συλλέξω πλείονα• επί του παρόντος εύχομαι εις τον αναγνώστην εν υγεία και ευτυχία το  Ν έ ο ν   Έ τ ο ς.

(1888)

Έτη ευτυχή Πολλά!

Τα δρακιώτικα κάλαντα των Φώτων

$
0
0
Για τα κάλαντα των Φώτων που ψάλλονται από παλιά στη Δράκια, έχουμε αναφερθει και παλιότερα. (ΕΔΩ)  κι (ΕΔΩ) 
Σήμερα θα τα ακούσουμε σε ζωντανή ηχογράφηση από όμιλο δρακιωτών τραγουδιστών. Περιλαμβάνονται στο cd ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ του Ραδιοφωνικού Σταθμού Βόλου του 2004. 
Εδώ είναι το θρησκευτικό κομμάτι. Υπάρχουν και τα "ξετραγουδίσματα"που εγκωμιάζουν αυτούς που απευθύνονται και που υποδέχονται τους τραγουδιστές. 
Όλα εξαιρετικά!! 

Τα δρακιώτικα κάλαντα των Φώτων (Β΄)

$
0
0
Τα «εγκωμιαστικά» στιχάκια (παινέματα) στα δρακιώτικα κάλαντα είναι πολλά και για όλες τις περιπτώσεις. Υπάρχουν δηλαδή για κόρη, παπά, νοικοκύρη, νοικοκυρά, δάσκαλο, χασάπη, κουρέα κλπ.
Παρακάτω έχουμε τα «παινέματα» για το νεαρό γιο της οικογένειας. 
Ακούστε τα!

ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΟΥ
«Ξεκίνησε ένας νιούτσικος να πάει ν’ αρραβωνιάσει,
παίρνει ασημένιο άλογο σέλα μαλαματένια,
βάζει ασημένια πέταλα καρφιά μαλαματένια.
Διακόσιοι παραστέκονται. Αφέντη καβαλίκα!
Κι ο αφέντης καβαλίκεψε, αστέρι τα’ άλογό του.
Στο δρόμο που επήγαινε στο δρόμο που πηγαίνει,
βρίσκει παιδιά που παίζανε που ρίχναν το λιθάρι.
Ξεπέζεψε κι ο νιούτσικος να ρίξει το λιθάρι.
Κόπηκε η φούντα τέσσερα και το γαϊτάνι πέντε.
Ντελαλαλητάδες έβαλε σ'όλα τα βιλαέτια.
-Ποια είν’ αψιά και γρήγορη να ρίξει το γαϊτάνι*;
Η κόρη που τον αγαπά κι από καρδιά τον θέλει,
Βόηθα, Αη-Γιάννη, βόηθα τον, το νιο που ταγουδάμε, ρ
να ζήσει χρόνους εκατό και να τους δια-να-περάσει
κι απ’ τα διακόσια κι ύστερα ν’ ασπρίσει, να γεράσει.
Όσα πουλιά έχ'η Μπαρμπαριά κι η Πόλη παραθύρια
τόσα πολλά πουκάμισα να ζήσεις να χαλάσεις.
Σένα σε πρέπει, νιούτσικε, στης Πόλης τα μπουγάζια,
να δερμενίζεις** τα φλουριά με τα μαργαριτάρια
κι από το δερμενίσματα κέρνα το παλληκάρια.»

Το τραγούδι λέγεται στα σπίτια που υπάρχει νέος σε ηλικία γάμου. Συγκρίνοντάς το με το προηγούμενο, οι διαφορές είναι εμφανείς: ο στίχος εδώ είναι δεκαπεντασύλλαβος και όλη η φρασεολογία και τα μοτίβα είναι καθαρά λαϊκής έμπνευσης. Το θέμα του νέου ο οποίος βρίσκει στο δρόμο του παιδιά και ρίχνει το λιθάρι το συναντούμε, στη Μαγνησία, εκτός από άλλα χωριά του Πηλίου και στην περιοχή του Αλμυρού.
Ο νέος, πηγαίνοντας για αρραβώνα, ξεπροβοδίζεται από διακόσιους (!) παραστάτες και καβαλικεύει άλογο πλούσια στολισμένο. Το ξεκίνημα ενός νέου ανθρώπου για την σπουδαιότερη στιγμή της ζωής του, το σμίξιμο με την αγαπημένη του, δεν μπορεί παρά να γίνεται με μεγαλοπρέπεια ανάλογη της σημασίας του επικείμενου γεγονότος αλλά και δεν μπορεί επίσης παρά να γίνεται και με την παρότρυνση και βοήθεια των άλλων ανθρώπων, οι οποίοι θέλουν το ζευγάρωμα των δύο νέων για το καλό της κοινότητας αλλά και της πλάσης ολόκληρης.
Ο πλούτος όμως και η ομορφιά του νέου δεν αρκούν. Ο λαός θέλει τον άντρα να είναι και λεβέντης, άξιος, επιτήδειος και δυνατός. Γι αυτό, μόλις βρήκε στο δρόμο άλλους νέους να αγωνίζονται στο λιθάρι (δηλαδή ποιος θα ρίξει πιο μακριά μια πέτρα), αμέσως θέλησε να δείξει και αυτός τις ικανότητές του, αμιλλώμενος τους συνομηλίκους του. Εδώ ακριβώς,
από τη φούγα την πολλή κι απ’ την πολλή τη φόρα
(παραλλαγή του τραγουδιού από την περιοχή Αλμυρού)
χαλάει η πλουμισμένη στολή του κι έτσι βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία να αναζητήσει την άξια και γρήγορη κοπέλα που θα του ξαναπλέξει το γαϊτάνι. Και βέβαια, το γαϊτάνι θα το πλέξει όχι κάποια κοπέλα αδιάφορη, αλλά η κόρη που τον αγαπά και τον έχει στην καρδιά της. Η ομορφιά της στολής του κάθε ανθρώπου δεν είναι λοιπόν Θέμα ατομικό. Ο άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να φτάσει στην ομορφιά και την τελειότητα. Χρειάζεται οπωσδήποτε και κάποιον ακόμη, κάποιον ο οποίος, έχοντας υπερβεί το τείχος του εγωισμού, θα τον αγαπήσει και Θα μοιραστεί την ζωή του μαζί του.
Το τραγούδι συνεχίζεται με πλούσιες ευχές προς τον νέο για μακροημέρευση και πλουτισμό και τελειώνει με ένα έξυπνα διατυπωμένο αίτημα για φιλοδώρημα.

[*] γαϊτάνι: σχοινοειδές μεταξωτό κορδόνι με το οποίο διακοσμούσαν τα ρούχα.
[**] δριμινίζω: κοσκινίζω (δριμόνι: κόσκινο με μεγάλες τρύπες)
-------------------------------------------------------------------------------------
[ Αντιγραφή (μουσική, κείμενο) από το CD «Παραδοσιακή μουσική και τραγούδια» 
Ηχογραφήσεις Αρχείου ραδιοφωνικού Σταθμού Βόλου. 
Παραγωγή ΕΡΑ Βόλου - ΕΚΠΟΛ - 2004 ]

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Βόλος !

$
0
0
Άλλη Μεριά -αντιπλημμυρικά με επίβλεψη του Ντε Κίρικο
(αρχείο Θανάσης Γέρμανος)

Θεσσαλικά  Σχεδιάσματα
ΦΥΣΙΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΒΟΛΟ
του Ζαχαρία Παπαντωνίου
Πολλές φορές, ψάχνοντας σε παλιά έντυπα, ανακαλύπτει κείμενα που ξεχάστηκαν πια, μα που είναι τόσο ζωντανά ακόμα. Η φρεσκάδα τους δον λέει να μαραθεί, όσο κι αν το χαρτί της πρώτης δημοσίευσης κιτρίνησε. Στην αθηναϊκή εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ» της 6ης Δεκεμβρίου 1937, δημοσιεύτηκε το παρακάτω κείμενο με τον πιο πάνω τίτλο, με τη μορφή της ταξιδιωτικής αφήγησης. 
Είναι γραμμένο από το λογοτέχνη  Ζ α χ α ρ ί α  Π α π α ν τ ω ν i ο υ , που φαίνεται πώς πρόσφατα τότε επισκέφτηκε το Βόλο και την περιοχή του. Αν το ξαναδημοσιεύουμε και σήμερα, ύστερα από 43 χρόνια, είναι γιατί στις γραμμές του βρήκαμε ωρισμένες παρατηρήσεις και διαπιστώσεις, πού και σήμερα προβληματίζουν τον τόπο. Επέμβαση στο κείμενο δεν κάναμε καμμιά και η ορθογραφία και η σύνταξη διατηρήθηκαν όπως είχαν στο πρωτότυπο. Το κείμενο αυτό του Ζαχαρία Παπαντωνίου είναι ντοκουμέντο, και σαν τέτοιο έχει τη θέση του στο περιοδικό μας.(*)
Γ.(ιάννης)  Μ.(ουγογιάννης)
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Ο Βόλος έχει αναπτυχθή στη διάσταση του μήκους, στην παραλιακή φορά που έχει πάρη ένα αιώνα κι’ εδώ από το εμπορικό ένστικτο. Είναι γεωμετρημένος, κομμένος σε κανονικά τετραγωνάκια. Η νοικοκυρωσύνη, η άγνοια μαζί και η ανυπομονησία των Βολιωτών να χαρούν την ευτυχία της ελευθερίας, εχάραξαν την πόλι με χάρακα επιμελή μαθηματικό. Πλατείες δεν έχει. Είναι η έλλειψίς του. Η νοικοκυρική ρυμοτομία του 81 του έδωκε μεγάλους δρόμους κατά μήκος, όχι όμως και μεγάλες λεωφόρους προς τα βουνά που σχίζοντας το πλέγμα των στενών δρόμων, θ’ άφιναν το σμαράγδι τού Πηλίου να χυθή ως το λιμάνι. Τους υμεναίους αυτούς του πρασίνου και του κυανού τους ματαίωσεν η στεναχωρημένη ρυμοτομία της οριζοντίας και της καθέτου που είναι το χαρακτηριστικό του Βόλου και η μονοτονία των ελαιώνων του. Ο φυσιολάτρης θα στεναχωρηθή ως που να βγη στον κάμπο. Άμα όμως φτάση στον κάμπο και προχωρήση στα πρόβουνα, τον περιμένουν αρκετές χαρές. Το Πήλιο στήνει ως εκεί χαράδρες, νερά και πλατανοφυτείες. Οι άγριες ομορφιές της ρεματιάς του Άνω Βόλου περιμένουν τον περιπατητή. Δεν είδα κανέναν τέτοιον. Μα τον θέλει τάχα η φύσις; Απ’ όσα καταλαβαίνω, όπου είναι υπέροχη, δεν ανέχεται θεατή. Προ πάντων αποντροπιάζεται τόν όμιλο. Είδα τη βιβλική ρεμματιά τού Άνω Βόλου καταμόναχη. Ευτυχισμένη που δεν την εθαύμαζαν, παραδομένη στον εαυτό της, χτυπούσε το διαμαντένιο της νερό επάνω στα τιτανικά κοτρώνια της, κυλώντας το σε καταρραχυές, σερπαντίνες λίμνες και κρύβοντάς το από τη ματιά του ήλιου κάτω από λόγγο πυκνό πλατανιών. Το πρώτο που συλλογιέται, ο διαβάτης στο θέαμα τόσης φυσικής παρθενιάς, κοντά στην πόλι είναι. Έξω τα ολέθρια κονφόρ. Μακρυά τα βαρβαρόφωνα της προόδου, από την ελληνική τούτη συμφωνία. Ας μείνουν και λίγα φαράγγια δίχως επιχειρηματία και δίχως ομίλους τουριστών. Η καλλίτερη φρουρά των παρθενικών τοπείων είναι η κακή συγκοινωνία. Δυστυχώς είδα εκεί κοντά να διορθώνεται ο δρόμος, ο δρόμος για το αυτοκίνητο. Αρχίζω λοιπόν να τρέμω για τη ρεμματιά του Άνω Βόλου. Και δεν είναι ο μόνος μου φόβος. Τάχα και οι γαλήνιοι ελαιώνες τού κάμπου αυτού στέκουν καλά; Ο Βόλος έχει μια μεγάλη βιομηχανία - τα τσιμέντα. Δεν ξέρω, πως τα εργοστάσια τού τσιμέντου πρέπει να μετατεθούν από εκεί. 
Αν ανεβήτε στη Μακρυνίτσα ή στην Πορταριά και αναπτυχθή κάτου από το μπαλκόνι σας η μακάρια σύνθεσις των λόφων, των κήπων, των χωριών και της θάλασσας, θα ιδήτε ένα φοβερό κίτρινο σύννεφο, σαν το τελώνιο της Χαλιμάς, να προβάλλη από τη Γορίτσα, ν’ απλώνεται και να τυλίγη ολόκληρο τον κάμπο. Οι γεωργοί λέγουν πως από την εποχή του τσιμέντου η ελαιοπαραγωγή έχει πολύ ελαττωθή. Δυο επιτροπές ειδικών κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Μια τρίτη επιτροπή απεφάνθη πώς δεν γίνεται βλάβη. Ας υποθέσουμε πως η τρίτη επιτροπή είπε σωστά  Μα ο Βόλος; Το Πήλιο; Ας ερωτηθούν δα κι’ αυτοί. Δεν φαντάζομαι πως θα βρεθή κανένας να θεωρήση ωφέλιμο τον κίτρινο εφιάλτη του καπνού, που πνίγει μια ωραία χώρα και μεταβάλλει τον περιπατητή της παραλίας της Γορίτσας σε μουσικόν όργανον ειδικό για να εκτελή με τον βραχνό βήχα του ατονικήν σύνδεσιν του Χίντεμιτ.
Ας γυρίσουμε να ιδούμε την πόλη και τα έργα της. Το σχέδιο της πόλεως, που σταματούσε στην οδόν Παγασών από το ένα μέρος, στην οδόν Φιλίππου Ιωάννου από το άλλο και στην Ανάληψι προς βορράν, ήρθαν να το αλλοιώσουν οι αιφνιδιασμοί των γεγονότων. Η μικρασιατική καταστροφή έρριξε στο Βόλο δέκα χιλιάδες πρόσφυγες. Κύμα οικογενειών που ζητούσε στέγη χύθηκε μεταξύ των δύο χειμάρρων που δροσίζουν την πόλι χτίζοντας όπου τύχη, όπως τύχη. Η πολεοδομική αναρχία και τα αμείλικτα «τετελεσμένα» γεγονότα που ακολούθησαν και πού είχαν ως αποτέλεσμα να σκορπισθή στο περιθώριο της πόλεως πληθυσμός αναγκασμένος να εργάζεται στο κέντρο - σε εργοστάσια υφαντουργίας, σιδηρουργίας, καπναποθήκες, καταστήματα - δημιούργησε προβλήματα σοβαρά συγκοινωνίας. Το δημοτικό πνεύμα του Βόλου αντίκρυσεν αυτά τα προβλήματα, όλα μαζύ. Τα έργα τού Δήμου στα τελευταία δέκα χρόνια είναι έργα σταθερά προνοίας και επιστήμης. Γι’ αυτό δεν δίνουν απότομες εντυπώσεις. Ο δημότης που θα βρη ένα πρωί τέλειο δρόμο θα τον πατήση και θα ξεχάση τι είχε υποφέρει ως χτες. Η χρήσις είναι λήθη. Μολαταύτα το συγκοινωνιακό έργο του Δήμου σ’ αυτή τη δεκαετία, γιατί στην οδοποιία συγκέντρωσε όλες του τις πολεοδομικές δυνάμεις και μ’ αυτή προ πάντων θέλησε ν’ απαντήση στις δυσκολίες που δημιούργησεν η οικοδομική αναρχία θα μείνη ένα από τα σπουδαιότερά του.
Ως τότε τη συγκοινωνία του Βόλου την εξυπηρετούσε το γραφικό του «τραινάκι» ο τροχιόδρομος που διασχίζει το μήκος του, η συμπαθητική αυτή αρχαιότης, να εγγονάκι του τροχιοδρόμου του Βωτύ. Αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, απλούστατα γιατί έλειπαν οι συγχρονισμένοι δρόμοι. Δεν υπήρχε λοιπόν συγκοινωνία. Μπορεί να φαντασθή τώρα κανείς τη μεταβολή της ζωής τού Βόλου και του Πηλίου όταν, στο διάστημα μιας εξαετίας, η οδοποιία έδωσε τις μεγάλες σημερινές αρτηρίες: Δρόμο ασφαλτοστρωμένο προς τη Λάρισσα και τον Αλμυρό από να μέρος, προς τα χωριά τού Πηλίου από το άλλο: Δρόμους παραλλήλους προς τη μεγάλη αρτηρία, επίσης ασφαλτοστρωμένους που οδηγούν στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις και επιχειρήσεις, δρόμους δευτερεύοντας στις συνοικίες, με κράσπεδα και ρείθρα. Έτσι ο Βόλος έλαβε το αγαθόν της συγκοινωνίας άρτιο. Απέκτησε την τελευταίαν δεκαετία δρόμους με μήκος 80 περίπου χιλιομέτρων. Η οδοποιία της πόλεως μόνον εστοίχισε τριάντα εκατομμύρια. Και πρόκειται για δρόμους πραγματικούς, επειδή η τεχνική υπηρεσία του Βόλου έθεσε την βασική αρχή. «Κανένας δρόμος χωρίς κράσπεδα και ρείθρα» Στο σημείον αυτό ο Βόλος προσπέρασε τις άλλες πόλεις κι’ αυτήν ακόμη την πρωτεύουσαν. Για να θέλη ο Δήμος τον δρόμον ολόκληρο, πραγματικόν επήρε και τη σημερινή της ωραιότητα η παραλιακή λεωφόρος. Είχε άλλοτε το ίδιο πλάτος, ήταν όμως ανύπαρκτη προτού γίνει τέλεια. Μόνον όταν έγιναν εκεί πεζοδρόμια 10 μέτρων πλάτους πού πλαισιώνουν ασφαλτοστρωμένο κατάστρωμα 20 μέτρων πλάτους. Η παραλιακή λεωφόρος επήρε την αξία έργου ευεργετικού και μοναδικού στην Ελλάδα. Ας σημειωθή πως μέσα στην τελευταίαν δεκαετίαν έγιναν στην οδοποιία του Βόλου κράσπεδα και ρείθρα ογδοήντα χιλιομέτρων. Τα προβλήματα όμως μιας πόλεως είναι αλληλέγγυα. Και το αγαθό της συγκοινωνίας δεν θα ωφελούσεν αν ο Δήμος δεν αντίκρυζε όλα τα γενικά ζητήματα του Βόλου. Από τα γενικά ζητήματα άλλα βρήκαν την λύσιν των κι'άλλα αντικρύζονται με σταθερή προσπάθεια. Εκωδικοποιήθη το σχέδιο της πόλεως και με το ενιαίον τώρα σχέδιον, όπου έχουν τώρα συγχωνευθή όσες τροποποιήσεις έγιναν στο μεταξύ, έληξεν η οικοδομική αναρχία. Ελύθη το ζήτημα του φωτισμού. Ο Βόλος φωτίζεται λαμπρά, καλλίτερα, καθώς λέγουν από όλες τις ελληνικές πόλεις. Έγιναν λιμενικά έργα. Έγιναν οι τρείς περίφημοι ναοί του Βόλου, από τον αρχιτέκτονα Ζάχον, έργα τού Δήμου και αυτοί.
Πριν λυθή το γενικό ζήτημα της υδρεύσεως του Βόλου, ο δήμος επροίκισε τον συνοικισμόν της Νέας Ιωνίας, που κατοικείται από δέκα χιλιάδες πρόσφυγες, με αυτοτελές σύστημα υδρεύσεως, για το όποιον εδαπάνησε ένα και πλέον εκατομμύριον. Ο ένας από τους χειμάρρους που ορίζουν την πόλι, ο Άναυρος, απέκτησε γέφυραν με μπετόν αρμέ, ανοίγματος 26 μέτρων. Κανένας κάτοικος του Βόλου ή του Πηλίου δεν θα μείνη πλέον μονοσάνδαλος. Σ’ αυτόν τον ξεροπόταμο ο Ιάσων έχασε το σανδάλι του και η παράδοσις είναι αληθινή, αφού μας τονίζει την αλήθεια πως στους χειμάρρους χρειάζονται γέφυρες. Μα με την γέφυρα αυτήν εξεπληρώθη σκοπός πολύ μεγάλος. Χωρίς αυτήν δεν εννοείται η μεγάλη αρτηρία Λαρίσης - Βόλου -Πηλίου. Και χωρίς αυτή την αρτηρία τι αξίαν θα είχεν ο Βόλος;
Αυτό που λέμε δημοτικό πνεύμα του Βόλου, αυτή η συνοχή, η παράδοσις χαρακτηρίζεται καλλίτερα με το εξής: Ο φωτισμένος επιστήμων που διευθύνει την τεχνική υπηρεσία του δήμου Παγασών, ο μηχανικός κ. Κοντοστάνος, είχε κληθή από τον κοσμαγάπητο δήμαρχο του Βόλου Σπύρο Σπυρίδη. Όταν έπειτα η λαϊκή ψήφος έφερε δήμαρχο τον Καρτάλη, ο διευθυντής των τεχνικών υπηρεσιών του υπέβαλε την παραίτησί του. «Να μείνετε» ήταν η απάντησις του νέου Δημάρχου. Ο Καρτάλης, εκλεκτός δήμαρχος, φίλος του Βόλου, εθυσίασε την γνωστή κυριαρχική του φύσι για το συμφέρον της πόλεως. Και δεν είχε γελαστή όπως δεν γελάστηκαν ο Σπύρος Σπυρίδης και ο σημερινός δήμαρχος. Ο μηχανικός που τον εμπιστεύτηκαν τρεις δημοτικοί άρχοντες στη σειρά ήταν ο πρακτικός νους που εισηγήθη και εξετέλεσε μια σειρά γενναίων δημοτικών έργων για να αποδειχθή και η δική του αξία και η αλληλεγγύη των δημοτικών αρχόντων του Βόλου, η δύναμις που υπάρχει στην παράδοσι και στη συνέχεια. Και όμως τα σπουδαιότερα έργα είναι αυτά πού δεν έγιναν ακόμη. 
Αληθινό πολεοδομικό γεγονός για το Βόλο είναι ότι θα χρησιμοποιηθή ο τεράστιος χώρος της πλατείας Φερραίου που κατέχεται τώρα από τουρκικούς στρατώνες και φυλακές. Με την επιμονή και επιδέξια ενέργεια του κ. Σ. Σπυρίδη, έπειτα από μεγάλους αγώνες, ο Βόλος επήρε στην κατοχή του τον πολύτιμο τούτο χώρο, μέσα στο κέντρο, χώρο σαράντα τουλάχιστον στρεμμάτων. Εκεί τώρα λογαριάζουν να χτίσουν τα κρατικά μέγαρα μαζύ με το δημοτικό, γεγονός που θ’ αλλάξη τη κεντρική φυσιογνωμία τού Βόλου. Μελετώνται ακόμη η κατασκευή σφαγείων συγχρονισμένων για πληθυσμό εξήντα χιλιάδων 60000 κατοίκων, η αποξήρανσις του έλους της Μπουρμπουλήθρας για να απαλλαχθή η πόλις από την μάστιγα των κουνουπιών - είναι αυτό που πρέπει να προτιμηθή από όλα,- η διευθέτησις των εκβολών του Κραυσίδωνος για την προστασία της υγείας και της περιουσίας των γειτονικών συνοικισμών. Ας αναφέρωμε πως ο Δήμος έχει καταστρώσει σχέδιον υδρεύσεως του Βόλου με την πηγή της Καλιακούδας - νερό του Πηλίου που βρίσκεται σε οχτακόσια μέτρα ύψος. Χάρις σε νόμο ψηφισμένα προ τριών χρόνων ο Δήμος θα έχει το προνόμιον να εκμεταλευθή την ηλεκτρική δύναμι που θα δώση η τόση διαφορά του ύψους. Άμα τελειώσει το έργο της υδρεύσεως θα γίνη δίκτυο υπονόμων. Με αυτά τα έργα φιλοδοξεί να κλείση το δημαρχικό του στάδιον ο κ. Κ. Σπυρίδης.
Ο Μεζιέρ εδώ κι εξήντα χρόνια περιγράφει το Βόλο «φρούριο τουρκικό που κλείνει τους στρατώνες με τους οχτακόσιους στρατιώτες του και τα τουρκικά σπίτια» ενώ έξω από το κάστρο απλώνεται η μικρή ελληνική συνοικία με «ακάθαρτα φιδωτά σωκάκια, με καφενεία και με άθλια μικρομαγαζιά». Πόσο ήρθαμε μακρυά απ’ το Γάλλο ταξειδιώτη. Μα από το Βασιλειάδη;

                                                                                          ΖΑΧ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

(*) Ο Γ.(ιάννης)  Μ.(ουγογιάννης) εννοεί το περιοδικό "κείμενα του βόλου"τχ. 7, 1980, όπου δημοσιεύτηκε. 
Viewing all 380 articles
Browse latest View live