Είναι μια σχετικά άγνωστη τραγική πτυχή της Κατοχής, που την κατέγραψε στο βιβλίο του «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ» 1994, σελ. 202-205, ο γνωστός μας ιστοριοδίφης Κώστας Λιάπης.
(Η ακριβής τοποθεσία βρίσκεται μετά το Μαλάκι στο δρόμο προς Γατζέα. Εκεί στ’ αριστερά, υπάρχει αναρτημένη αναθηματική πλάκα που θυμίζει το γεγονός.)
Μια ξεχασμένη ομαδική εκτέλεση1
Μια ακόμα λαθεμένη επιχείρηση, του Αρχηγείου του ΕΛΑΣ αυτή τη φορά, επιχείρηση που θα μπορούσε να είχε ολέθριες συνέπειες για τη Γατζέα και της κατοίκους της, και που τελικά είχε βαρύ τίμημα σε αίμα αθώων κι ανυποψίαστων ξένων πολιτών, έγινε στις 20 Μαΐου του 1944.
Τη μέρα εκείνη επέστρεφε στο Βόλο από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Νότιο Πήλιο μια μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων, που ήταν κατάφορτα με γερμανούς στρατιώτες. Ο ΕΛΑΣ, πληροφορημένος για το αναμενόμενο πέρασμα αυτής της φάλαγγας, διέθεσε μια διμοιρία αντρών του, η οποία, μ’ επικεφαλής τον Κώστα Καφαντάρη (Νικηταρά), έστησε το ίδιο απόγευμα ενέδρα στους Γερμανούς, πιάνοντας επίκαιρες θέσεις πάνω απ'το δρόμο Βόλου -Αργαλαστής, στην αϊγιωργίτικη θέση «Αϊ - Γιάννης», που βρίσκεται ανάμεσα στην Κάτω Γατζέα και στο Μαλάκι. Το μέρος ήταν ιδεώδες για ενέδρα, καθώς στο σημείο εκείνο δεσπόζει-το λιόφύτο ύψωμα «Παλιόπυργος», απ’ το οποίο ελεγχόταν απόλυτα η κίνηση στο δρόμο. Κι αυτό κυρίως έπιασαν οι αντάρτες, καθώς και την παρακείμενη Θέση «Λορθαίικα», όπου μάλιστα έστησαν το βαρύ τους πολυβόλο.
Ωστόσο η μεγάλη μάχη που όλοι περίμεναν2δεν έγινε στο σημείο αυτό. Οι αντάρτες, είτε γιατί δείλιασαν όταν είδαν κατά το σούρουπο την τεράστια φάλαγγα να περνάει σε μιας ανάσας απόσταση απ’ αυτούς, είτε γιατί δε λειτούργησε ο βαρύ τους πολυβόλο, είτε γιατί είχαν τέτοια διαταγή, άφησαν όλη τη φάλαγγα να περάσει ανενόχλητη κι έριξαν μια-δυο μόνο ριπές στον τελευταίο μοτοσυκλετιστή, τη στιγμή που αυτός περνούσε τη μεγάλη στροφή που βρίσκεται στο σημείο όπου σήμερα είναι δίπλα χτισμένο το εξοχικό του Αλέκου Μουστακαλή. Ύστερα απ’ αυτό οι αντάρτες έφυγαν κι ο μοτοσυκλετιστής, που ούτε καν τραυματίστηκε, άφησε την καταστραμμένη μοτοσυκλέτα του στο σημείο όπου αυτή είχε βληθεί, και συνέχισε με τα πόδια στην προσπάθειά του να προλάβει τη φάλαγγα, οι άντρες της οποίας δεν είχαν καν αντιληφτεί το τι είχε συμβεί. Ο ίδιος λίγη ώρα αργότερα έφτασε σοκαρισμένος στο Μαλάκι και ζήτησε απ’ το Νίκο Γούλια3μια «μούλα» για να τον μεταφέρει στα Άνω Λεχώνια, όπου υπήρχε τότε μια μόνιμη μονάδα γερμανικού στρατού. Κι επειδή τέτοιο μεταφορικό μέσο δε βρέθηκε, συνέχισε κι έφτασε με τα πόδια εκεί, όπου και διηγήθηκε τι του συνέβη στον αυστριακό διοικητή της μονάδας, αποδίδοντας προφανώς την ευθύνη για το επεισόδιο σε κατοίκους της περιοχής.
Και βέβαια το γεγονός γνωστοποιήθηκε αμέσως στη γερμανική διοίκηση τον Βόλου, η οποία, χωρίς να χάσει καιρό, έστειλε το ίδιο βράδυ μια ισχυρή δύναμη στρατού με 3-4 αυτοκίνητα στην περιοχή του επεισοδίου. Η συνέχεια ήταν δραματική για κάποιους ανυποψίαστούς κατοίκους της περιοχής που βρίσκεται ανάμεσα στα Άνω Λεχώνια και στο Μαλάκι . Γιατί στην επιχείρησή τους αυτή οι γερμανοί στρατιώτες μπήκαν στα καλύβια που βρίσκονται ζερβόδεξα του αυτοκινητόδρομου, στο σημείο αυτό της διαδρομής, κι έπιασαν 9 ανύποπτούς χωριανούς, ενώ άλλους 7 τους βρήκαν και τους συνέλαβαν μαζεμένους στο καφενείο του Κωστούλα Κιτηλή στο Μαλάκι που το «δούλευε» τότε ο Γιώργος ο Πούλιος από το Καλά Νερά. Όλους αυτούς τους οδήγησαν γύρω στις 11 τη νύχτα στο σημείο όπου είχε βληθεί ο μοτοσυκλετιστής τους. Εκεί τους χώρισαν σε δυο ομάδες κι αφού τους έστησαν στη νότια πλευρά του δρόμου, τους γάζωσαν με τα αυτόματά τους. Ήταν δε 16 οι αθώοι κι ανύποπτοι πολίτες που στήθηκαν τη μοιραία εκείνη νύχτα μπροστά στις κάνες των γερμανικών όπλων. Κι απ’ αυτούς γλίτωσαν μόνο δυο: ο αϊγιωργίτης Δημήτρης Προίκας, που ωστόσο δέχτηκε μια σφαίρα4στο δεξιό ώμο και τραυματισμένος κύλισε ως τη θάλασσα, κι ο τρικεριώτης Γιώργος Βλουχάκης, που, σαν από θαύμα, δεν πειράχτηχε από κανένα βλήμα αλλά κάνοντας τον χτυπημένο έφτασε κι αυτός, κατρακυλώντας στην κατηφόρα, ως το γιαλό. Εκεί ο ίδιος αντάμωσε με τον Προίκα κι εκμεταλλευόμενοι οι δυο τους το σκοτάδι της νύχτας τα κατάφεραν να φτάσουν γιαλό-γιαλό ως το Μαλάκι και να σωθούν. Όλοι όμως οι υπόλοιποι 145πλήρωσαν με τη ζωή τους τη λαθεμένη τούτη αντιστασιακή πράξη του ΕΛΑΣ, που την καταδίκασαν τότε και οι επικεφαλής των εαμικών οργανώσεων του Αϊ-Γιώργη, καθώς οι ίδιοι έβλεπαν πως με παρόμοια περιστατικά τα μέλη των οργανώσεών τους διέρρεαν και πως οι τελευταίες έπαυαν πια να πείθουν για τη σοβαρότητα αλλά και το αδιάβλητο του εθνικοαπελευθερωτικού τους αγώνα.
Ήταν δε οι μάρτυρες που έπεσαν στη σχεδόν αγνοημένη απ’ τους σύγχρονους ερευνητές της τοπικής μας ιστορίας ομαδική τούτη εκτέλεση της Γατζέας, οι παρακάτω (μ’ εξαίρεση έναν που το όνομά του μας διαφεύγει) 6
Βαλωτής Αργύριος, απ'το Βόλο, ετών 40.
Γιαννούλης Παναγιώτης, απ’ το Βόλο, ετών 28.
Καραγιάννης Βασίλειος, απ’ τον Άγιο Βλάσιο, ετών 43.
Καραγιάννης Δημήτριος, αδελφός του προηγούμενου, ετών 35.
Νάσσιος Ευστάθιος, απ’ το Τρίκερι, ετών 29.
Ξυνογαλάς Απόστολος, απ’ τις Πινακάτες, ετών 33.
Ξυνογαλάς Κων/νος, πατέρας του προηγούμενου, ετών 75.
Πενθάκης Μανώλης από την Κρήτη, άγνωστης ηλικίας.
Πιριέρος Σταύρος, απ’ το Βόλο, ετών 24.
Πολυχρονόπουλος Ηρακλής, απ’ το Βόλο, ετών 20.
Πούλιος Γεώργιος, απ’ τα Καλά Νερά, ετών 43.
Σατεγιάν Μουράτ, Αρμένης, κάτοικος Πλατανιδίων, ετών 24.
Χατζηνικολάου Αριστείδης, απ το Τρίκερι, ετών 657.
Σ’ όλους αυτούς προστέθηκε το επόμενο πρωί (21 Μαίου 1944) και η 30χρονη Ζωή Προίκα, γυναίκα του «τυχερού» αϊγιωργίτη Δημήτρη Προίκα, που τη σκότωσαν οι Γερμανοί στο Μαλάκι με βλήμα όλμου, μέσα στο σπίτι του Τρυφώνη Πλαστάρα, όπου είχε καταφύγει η άμοιρη για περισσότερη ασφάλεια, μια και το δικό της σπίτι ήταν «επικίνδυνο», αφού βρισκόταν δίπλα ακριβώς στο δημόσιο δρόμο. Ενώ την ίδια τύχη είχαν λίγο αργότερα απ’ τούς επιστρέφοντες στο Βόλο Γερμανούς και οι Δημήτρης Βολιώτης, ετών 63, απ’ τον Άγιο Βλάσιο και Κώστας Ψοφάκης, απ’ τη Μηλίνα, που πιάστηκαν και εκτελέστηκαν κοντά στα Άνω Λεχώνια8.
----------------------------------------------------------
1. Και στην περίπτωση τούτη ο γράφων έτυχε να μένει στο σπίτι του παππού του στην Κάτω Γατζέα, πολύ κοντά στη θέση όπου διαδραματίστηκε το γεγονός που εξιστορούμε, κι έζησε την αγωνία εκείνων των στιγμών. Για το ίδιο γεγονός υπάρχει επίσης η μαρτυρία του Βασίλη Πούλακα στο βιβλίο της Ν. Κολιού (όπ. π.), στην οποία όμως περιέχονται πολλές ανακρίβειες και αποσιωπάται τελείως η εκτέλεση των 14 άμαχων πολιτών, καθώς και μια λιτή μαρτυρία του τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ, που περιέχεται στο βιβλίο του «Μεταξύ κατακτητών και ανταρτών», (Αθήναι 1950, σ. 122). Στη δική μου, όσο γίνεται πιο αδρή, εξιστόρηση του γεγονότος βασίζομαι κυρίως στις διηγήσεις των αυτοπτών μαρτύρων Δημητρίου Προίκα και Γιώργου Βλουχάκη, που γλίτωσαν την τελευταία στιγμή από τον χάρου τα δόντια, καθώς και των Νίκου Γούλια, Μήτσου Στανιού και Νίκου Τζώρτζη, που έζησαν από αρκετά κοντά τα γεγονότα.
2. Στην Κάτω Γατζέα, θυμάμαι, όλοι είχαν πληροφορηθεί το τι επρόκειτο να συμβεί, κι όντας ανάστατοι για το φόβο των γερμανικών αντιποίνων (όλοι θυμούνταν τι έκαναν οι Γερμανοί στη Δράκια 5 μήνες πιο πριν), εγκατέλειπαν τα σπίτια τους προσπαθώντας να βρουν στο ύπαιθρο ασφαλές μέρος να κρυφτούν.
3. Το περιστατικό μου το διηγήθηκε ο ίδιος ο Γούλιας, που μου περιέγραψε και τις δραματικές συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες γλίτωσε απ’ την εκτέλεση που ακολούθησε λίγα αργότερα τόσον αυτός όσο και οι Βασίλης Τραγάρης και Χαράλαμπος Σταυρίδης με τις γυναίκες τους, καθώς και ο Μανώλης Αϋφαντής, που ξέφυγε την τελευταία στιγμή απ’ τα νύχια των Ναζί.
4. Κατά το Βασίλη Πούλακα, που δεν κάνει καν λόγο για την ομαδική τούτη εκτέλεση, η σφαίρα που χτύπησε τον Προίκα ήταν ...αδέσποτη.
5. Πρβλ. και μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ «Μεταξύ κατακτητών και ανταρτών» (όπ. π.). Ωστόσο ο Γιώργος Βλουχάκης ανεβάζει τα θύματα της εκτέλεσης σε 15, πράγμα που δε φαίνεται πιθανό.
6. Τα στοιχεία γι’ αυτούς τα βρήκα διάσπαρτα στο βιβλίο για την Αντίσταση της Ν. Κολιού.
7. Απ’ τους εκτελεσμένους οι δυο τρικεριώτες τάφηκαν τότε απ’ τούς ντόπιους μέσα στο πατρικό μου λιοπερίβολο που βρίσκεται λίγα μέτρα πιο κάτω απ’ το σημείο της εκτέλεσης.
8. Αυτοί τάφηκαν μέσα στο ελαιόκτημα του λεχωνίτη Γιάννη Μακρυκότσανου, λίγο πιο κάτω απ’ το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το Ψυγείο των Α. Λιάπη-Γ. Μπάστη.